Η κυβέρνηση διέψευσε προχθές τηλεγράφημα του Ρόιτερ που μετέδιδε «αόριστες φήμες για έκτακτη συνέντευξη Τύπου του Πρωθυπουργού και προκήρυξη εκλογών». H κυβερνητική ανακοίνωση το χαρακτήριζε fake news, ελληνιστί ψευδές γεγονός, τη μάστιγα της βιομηχανίας του Τύπου στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αν στο Ρόιτερ είχαν διάθεση για ειρωνείες, θα απαντούσαν ότι αυτοί που ψεύδονται κατά συρροή είναι οι κυβερνητικοί, που μιλούν για κλείσιμο της αξιολόγησης εδώ και μερικούς μήνες, την ώρα που η οικονομία παράγει συνεχώς ανησυχητικές ειδήσεις αποσταθεροποίησης, αδυναμίας καταβολής φόρων και αρνητικής ψυχολογίας. Με αποτέλεσμα οι δημοσιογράφοι, εγχώριοι και ξένοι, να αναζητούν τη στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης που εξηγεί την πολύμηνη καθυστέρηση.
Αυτοί που παρακολουθούν στενά βέβαια τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην εξουσία παρατηρούν ότι η καθυστέρηση είναι κομμάτι της τακτικής. Στην αρχή υπάρχει η υπόσχεση για άμεσo κλείσιμο της αξιολόγησης. Μετά ξεκινά η δραματοποίηση. Το παιχνίδι της σκληρής διαπραγμάτευσης, με τα πλάνα των έντονα φορτισμένων υπουργών να μπαινοβγαίνουν μέσα στο Χίλτον, διαρκεί μέρες, βδομάδες, μήνες. Επειτα, με κάποιο μαγικό τρόπο διαρρέει το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης, που περιλαμβάνει επιπλέον φόρους και περικοπές σε μισθούς και συντάξεις. Μετά ακούμε για ισοδύναμα. «Οσα λεφτά χάσει κανείς από φόρους και περικοπές θα τα βρει από αλλού». Στο μεταξύ οι βουλευτές αρχίζουν να ανησυχούν. Το κυβερνητικό αφήγημα δεν πολυστέκει στα καφενεία της περιφέρειας, ούτε στις γειτονιές των αστικών περιοχών. Μετά φτάνει η στιγμή που οι υπουργοί που συμμετέχουν στο δράμα ενημερώνουν τους βουλευτές κι εξηγούν τα μαθηματικά της συμφωνίας. Δυο-τρεις βουλευτές, συνήθως οι πιο ηρωικοί, λένε δεξιά κι αριστερά ότι θα σκεφτούν, θα ζοριστούν και μετά θα αποφασίσουν. Στο τέλος, τα ψηφίζουν όλοι μαζί.
Θα αλλάξει κάτι στο σίκουελ της δεύτερης αξιολόγησης; Μοιάζει δύσκολο. Πρώτον, διότι οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος γνωρίζουν πως εάν δεν ψηφίσουν, η κυβέρνηση θα πέσει. Θα έχει συμπληρώσει δυο χρόνια στην εξουσία με αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ένα τρίτο Μνημόνιο και κανένα θετικό αφήγημα. Πόσω μάλλον που και οι συγκυβερνήτες ΑΝΕΛ, αυτοί που είχαν πρωταγωνιστήσει στον ανένδοτο κατά των μέτρων, των περικοπών και των Μνημονίων, αντιμετωπίζουν την εξουσία ως γλωσσοδέτη κι έχουν ψηφίσει μπετόν, όλα τα μέτρα. Δεύτερον, διότι πολλοί κυβερνητικοί βουλευτές διαβλέπουν ότι η επικείμενη εφαρμογή των νέων μέτρων το 2019 θα χρεώσει ένα πολιτικό βάρος σε μια κυβέρνηση την ταυτότητα της οποίας ουδείς γνωρίζει. Και τρίτον, διότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ –κάποιοι εξ αυτών το ομολογούν στις ιδιωτικές τους συνομιλίες –προσβλέπουν στην ιδέα της μεγάλης ευρωπαϊκής ανατροπής, που θα προκληθεί από τις εκλογές του 2017 σε Γαλλία και Γερμανία. Μια άνοδος της σοσιαλδημοκρατίας –λέει το θεώρημα –θα αλλάξει τους συσχετισμούς και τους όρους επίλυσης του ελληνικού προβλήματος. Το σενάριο αυτό το συζητάμε επτά χρόνια και δεν έχει προκύψει ποτέ. Ούτε ως εναλλακτική αφήγηση, ή όπως θα έλεγαν οι κυβερνητικοί και κάποιοι άλλοι, alternative fact.