Το επόμενο Σάββατο 25 Μαρτίου σε μια πανηγυρική εκδήλωση στη Ρώμη γιορτάζεται η επέτειος των εξήντα χρόνων από τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) ως αρχικώς Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) με την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης στις 25 Μαρτίου του 1957 από έξι αρχικά χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο –ιδρυτικές χώρες). Στα εξήντα αυτά χρόνια η ΕΟΚ μετεξελίχθηκε στη σημερινή ΕΕ μέσα από σειρά νέων συνθηκών (Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, Συνθήκη ΕΕ / Μάαστριχτ, Συνθήκη Αμστερνταμ, Συνθήκη Νίκαιας, Ευρωπαϊκό Σύνταγμα / Συνθήκη Λισαβόνας), ενώ αύξησε τον αριθμό των κρατών-μελών της από τα έξι αρχικά σε είκοσι οκτώ σήμερα. Παράλληλα η Ενωση πέρασε μέσα από επώδυνες κρίσεις αλλά, ακολουθώντας τη γνωστή διατύπωση «η Ευρώπη θα οικοδομηθεί μέσα από διαδοχικές κρίσεις», η επίλυση των κρίσεων αυτών επέτρεψε την ανάπτυξή της και την εμβάθυνση της ενοποίησης.
Η Ενωση βρίσκεται όμως σήμερα στη δεινότερη κρίση στην ιστορία της. Η σημερινή κρίση δεν είναι σαν τις άλλες. Είναι, όπως έχει χαρακτηριστεί, μια πολυκρίση (polycrisis) που απειλεί την ίδια την ύπαρξη της ΕΕ εάν δεν επιλυθεί με γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο. Απειλείται η ύπαρξή της σε μια χρονική περίοδο που η Ενωση χρειάζεται περισσότερο από ποτέ για να αντιμετωπιστούν οι σύγχρονες προκλήσεις, προβλήματα και απειλές, είτε πρόκειται για την οικονομική κρίση και ανάπτυξη, την κλιματική αλλαγή, την τρομοκρατία, την παγκόσμια σταθερότητα και ειρήνη. Χρειάζεται πάνω απ’ όλα η Ενωση για να διασφαλίσει τη δημοκρατία, ανοιχτή κοινωνία, κράτος δικαίου στην Ευρώπη, αγαθά που εμφανώς απειλούνται από την άνοδο των αντιδημοκρατικών, εθνολαϊκιστικών, ευρωαπορριπτικών δυνάμεων που θέλουν να επιστρέψουν τη Γηραιά Ηπειρο στους δαίμονες του παρελθόντος, στην αχαλίνωτη κυριαρχία των εθνικών κρατών. Γιατί δεν μπορεί και δεν πρέπει να λησμονείται ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση / Κοινότητα έχει καταγράψει μοναδικά επιτεύγματα στα εξήντα χρόνια της ύπαρξής της που έχουν αναδείξει την Ευρώπη ως την πλέον πολιτισμένη περιοχή ανθρώπινης διαβίωσης, με το υψηλότερο επίπεδο (μέχρι στιγμής) δημοκρατίας, προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανεκτικότητας, ειρήνης και σταθερότητας.
Θα μπορούσε έτσι να υποστηριχθεί ότι η Ενωση είναι «θύμα της επιτυχίας της», γι’ αυτό βρίσκεται σε πολύπλευρη κρίση. Δεν πρόκειται όμως μόνο γι’ αυτό. Η Ενωση βρίσκεται σε πολυκρίση γιατί διέπραξε δύο τουλάχιστον στρατηγικά λάθη και κατέγραψε αποτυχίες, ιδιαίτερα τα τελευταία είκοσι χρόνια της ύπαρξής της. Αλλά όταν αναφερόμαστε στην Ενωση, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι κυρίως μιλάμε για τις χώρες-μέλη που τη συγκροτούν (είκοσι οκτώ σήμερα) και λιγότερο για τους θεσμούς / όργανα του συστήματός της (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Συμβούλιο Υπουργών, Δικαστήριο, ΕΚΤ κ.λπ.). Τα οξύτερα λάθη και αποτυχίες οφείλονται στις χώρες-μέλη. Πρώτο και κύριο στρατηγικό λάθος υπήρξε ότι η Ενωση προχώρησε το 2004 στη μεγάλη (big bang) διεύρυνση από δεκαπέντε σε είκοσι οκτώ κράτη-μέλη με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και Μεσογείου, χωρίς προηγουμένως να έχει προχωρήσει στην εμβάθυνση της ενοποίησης με τη συγκρότηση της δημοκρατικά νομιμοποιημένης Πολιτικής Ενωσης. Η μαζική αυτή διεύρυνση αποσταθεροποίησε την Ενωση. Η απόφαση της Βρετανίας για την αποχώρησή της από την Ενωση (Brexit) δεν θα είχε πιθανότατα ληφθεί εάν δεν είχε υπάρξει, ως αποτέλεσμα της διεύρυνσης, η μαζική εισροή ανατολικοευρωπαίων εργαζομένων στη χώρα, χωρίς να έχει προηγηθεί η διαμόρφωση πιο συνεκτικής κοινής κοινωνικής πολιτικής για τη διαχείριση των μετακινήσεων αυτών. Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα επίσης καταψηφίστηκε ως αντίδραση των Γάλλων στη διεύρυνση (σύνδρομο του «πολωνού υδραυλικού»).
Το δεύτερο στρατηγικό λάθος της Ενωσης συνδέεται με τον τρόπο με τον οποίο προχώρησε στη σύσταση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ), στο πλαίσιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Η ΟΝΕ με το ενιαίο νόμισμα, ευρώ, ήταν μια αναγκαία επιλογή μετά την εγκαθίδρυση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Αλλά οι αρχιτέκτονες του συστήματος (πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν, καγκελάριος Χέλμουτ Κολ κ.ά.) πίστεψαν ότι το ενιαίο νόμισμα θα μπορούσε να λειτουργήσει ομαλά μόνο με την ενιαία νομισματική πολιτική και την Κεντρική Τράπεζα (νομισματική ένωση) χωρίς την οικονομική ένωση και τελικά την πολιτική ένωση. Να λειτουργήσει δηλαδή ως κρατικά και πολιτικά άστεγο νόμισμα, έστω και αν η Ιστορία έχει δείξει ότι καμία πολυμερής νομισματική ένωση δεν επιβίωσε τελικά με ένα πολιτικά άστεγο νόμισμα. Και η κρίση στην ευρωζώνη τείνει να επιβεβαιώσει ακριβώς την ιστορική εμπειρία. Η ΟΝΕ είναι ένα ατελές αρχιτεκτόνημα που για να κατοχυρώσει τη βιωσιμότητά του θα πρέπει να ολοκληρωθεί με την οικονομική, δημοσιονομική και τελικά πολιτική ένωση.
Τα δύο αυτά στρατηγικής σημασίας λάθη συμπληρώθηκαν από την αδυναμία / αποτυχία της Ενωσης να προσαρμόσει την οικονομία της στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης και στη μετατόπιση των οικονομικών δραστηριοτήτων στη ΝΑ Ασία (Ινδία, Κίνα κ.λπ.). Η αποτυχία αυτή δημιούργησε πολυάριθμους «χαμένους» (loοsers) με παράλληλη αύξηση της ανεργίας, φτώχειας και νέων ανισοτήτων, διαιρέσεων και αποκλίσεων στην Ενωση, ιδιαίτερα μετά την έκρηξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008. Αθροιστικά λάθη και αποτυχίες οδήγησαν σε αποστασιοποίηση σημαντικών κοινωνικών τμημάτων από την Ενωση, με αποτέλεσμα να προκύψει η ακόμη μεγαλύτερη κρίση, αυτή της νομιμοποίησης (legitimacy crisis), η οποία επιδεινώθηκε και με την προσφυγική – μεταναστευτική κρίση. Ετσι δημιουργήθηκε το εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη του εθνολαϊκισμού και του ευρωσκεπτικισμού που απειλούν σήμερα την ύπαρξη της Ενωσης. Ο ευρωπαϊκός εθνολαϊκισμός δεν είναι ένα μονολιθικό φαινόμενο. Διαμοιράζεται όμως ένα κοινό στοιχείο: τη βαθύτατη απέχθεια προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Πώς λοιπόν διαγράφεται το μέλλον της Ενωσης καθώς εισέρχεται στο 61ο έτος ζωής της; Εάν υποθέσουμε ότι δεν θα συμβεί κανένα μείζονος σημασίας ατύχημα με τον εκλογικό κύκλο που έχει ανοίξει (με την εκλογή π.χ. της Μαρίν Λεπέν στην προεδρία της Γαλλίας, όποτε η ενοποίηση μάλλον θα τερματιστεί), τότε η Ενωση και οι χώρες-μέλη δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να προχωρήσουν σε βαθύτερη ενοποίηση για μια περισσότερο ολοκληρωμένη, δημοκρατική και καλύτερη Ενωση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη Λευκή της Βίβλο για το μέλλον της Ευρώπης παρουσίασε ορισμένα εναλλακτικά σενάρια για το μέλλον της ΕΕ. Ορισμένα είναι ανεδαφικά (π.χ. περιορισμός της ενοποίησης μόνο στην ενιαία εσωτερική αγορά), άλλα περισσότερο ρεαλιστικά (ένωση πολλαπλών ταχυτήτων) και άλλα οπωσδήποτε φιλόδοξα αλλά αναγκαία (περισσότερη Ευρώπη). Και κατά έναν πρόσθετο, ειρωνικό τρόπο, ισχυρό κίνητρο προς την κατεύθυνση της βαθύτερης ενοποίησης δίνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ με την αμφισβήτηση της ενωμένης Ευρώπης και την ανερμάτιστη εξωτερική πολιτική για την παγκόσμια τάξη που ακολουθεί. Ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να καταφέρνει μαζί με τον Βλαντίμιρ Πούτιν το αδιανόητο: τη βαθύτερη ενοποίηση. Ετσι, μετά το κλείσιμο του εκλογικού κύκλου με τις γερμανικές εκλογές το ερχόμενο φθινόπωρο, θα (πρέπει να) εγκαινιαστούν διαδικασίες για προώθηση της ενοποίησης σε τομείς όπως της αμυντικής ολοκλήρωσης, της εξωτερικής πολιτικής, της συμπλήρωσης της ΟΝΕ, της ενιαίας εσωτερικής αγοράς, του μεταναστευτικού ζητήματος κ.λπ. (παράλληλα βέβαια θα προχωρά και η διαπραγμάτευση για την πρώτη αποχώρηση χώρας από το σύστημα, της Βρετανίας). Αλλά προσοχή: η ενοποίηση θα προχωρήσει πιθανότατα από εδώ και πέρα σε σχήματα «διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης» με τη συμμετοχή των χωρών που «θέλουν και μπορούν» (ελπίζεται ότι τα σχήματα αυτά θα αναπτυχθούν εντός της Συνθήκης και όχι εκτός). Ούτως ή άλλως, η προοπτική αυτή δημιουργεί ευκαιρίες, προκλήσεις και κινδύνους για την Ευρώπη συνολικά αλλά και την τραυματισμένη Ελλάδα ειδικότερα.
Αλλά πέρα και πάνω απ’ όλα, 60 χρόνια μετά, η Ευρώπη / Ευρωπαϊκή Ενωση παραμένει τελικά επιλογή πολιτισμού, δημοκρατίας, ειρήνης. Και επιλογή επιβίωσης, ιδιαίτερα για την Ελλάδα. Γι’ αυτό και η χώρα θα πρέπει να προετοιμαστεί προσεκτικά για να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, με κύριο στόχο την επιστροφή στην κανονικότητα και την παραμονή της στον εσωτερικό κύκλο / πυρήνα των κρατών-μελών.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών