Και τώρα; Ευρώπη πολλών ταχυτήτων; Τολμηρό πολιτικό βήμα Ενωσης; Εμμεση αποδοχή, παρά τις ολλανδικές εκλογές, ότι πρέπει να εμπιστευτούμε ξανά τις τύχες μας στα κράτη-έθνη που ευθύνονται για όλους τους ευρωπαϊκούς πολέμους και όλες τις κρίσεις ενώ μας οδηγούν στον μαρασμό; Και ποια απάντηση πρέπει να δώσουμε στον Τραμπ, στον Πούτιν, στο παμφάγο οικονομικά Πεκίνο;
Ας υπενθυμίσουμε τα στοιχειώδη.
Το αίτημα για μια ομόσπονδη Ευρώπη διατυπώθηκε αμέσως μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ενώ οι ευρωπαϊκές πόλεις ήταν όπως σήμερα η Μοσούλη. Οι Ευρωπαίοι, νικητές και ηττημένοι, έθαβαν ακόμα τα εκατομμύρια νεκρούς τους. Ξεκινούσαν ταυτόχρονα μια τεράστια προσπάθεια ανοικοδόμησης των δημοκρατικών τους θεσμών και της οικονομίας, με μοναδική εξαίρεση εμάς που ωραίοι ως Ελληνες επιλέξαμε ή μας ανάγκασαν να επιλέξουμε ακόμα μερικά χρόνια εμφυλίου, καταστροφών, πένθους.
Το αίτημα αυτό διατυπώθηκε κυρίως στη Δύση. Οι χώρες και οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης, που βρέθηκαν πολύ σύντομα κάτω από την εξουσία της σταλινικής ΕΣΣΔ, δεν μπορούσαν –και να το ήθελαν –να το προσυπογράψουν. Η Τσεχοσλοβακία που αποπειράθηκε μια δημοκρατική διακυβέρνηση και μια ισορροπία στις διεθνείς της σχέσεις έζησε στυγνό πραξικόπημα, ακόμα και την εκπαραθύρωση του ηγέτη της, και μετατράπηκε και αυτή σε Λαϊκή Δημοκρατία.
Ηδη το 1949 πραγματοποιήθηκε στη Χάγη το μεγάλο συνέδριο που οδήγησε στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κίνησης με τη συμμετοχή εκατοντάδων συνέδρων όλων των πολιτικών παρατάξεων –και των ελληνικών -, με εξαίρεση τα δυτικά ΚΚ που ακολουθούσαν τις επιταγές της Μόσχας. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε το (διακρατικό) Συμβούλιο της Ευρώπης, ενώ έναν χρόνο μετά υπογράφηκε στη Ρώμη η Ευρωπαϊκή Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των βασικών ελευθεριών.
Οι οπαδοί όμως της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήθελαν περισσότερη και πιο ουσιαστική Ευρώπη. Ο Ψυχρός Πόλεμος τους διευκόλυνε. Το πρώτο μεγάλο βήμα ήταν η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα (Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Ιταλία), για να αντικατασταθεί με τη συνεργασία και τον κοινό έλεγχο ο φονικός εθνικιστικός ανταγωνισμός που οδήγησε στους δύο μεγάλους πολέμους.
Η αρχιτεκτονική αυτής της κοινότητας που περιελάμβανε και συμβουλευτική συνέλευση ήταν το πρότυπο για νέα βήματα ενοποίησης. Αλλά στο μεταξύ είχαν κυριαρχήσει ο Ψυχρός Πόλεμος και ο φόβος. Βέβαια οι Ευρωπαίοι είχαν εμπιστευτεί την άμυνά τους κυρίως στις ΗΠΑ. Και γρήγορα τέθηκε, όχι μόνο από τις ΗΠΑ, το θέμα της γερμανικής συμμετοχής.
Δηλαδή μιας νέας Βέρμαχτ; Απαράδεκτο για πολλούς Ευρωπαίους που έζησαν τον πόλεμο. Η Γαλλία πρότεινε έτσι τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής αμυντικής κοινότητας μέσα στο ΝΑΤΟ που θα περιελάμβανε και ορισμένες γερμανικές μονάδες ιεραρχικά υπαγόμενες, όπως όλες οι άλλες, σε μια κοινή πολυεθνική διοίκηση με ανώτατο αρχηγό τον (αμερικανό) στρατιωτικό αρχηγό του ΝΑΤΟ.
Το σχέδιο περιελάμβανε όμως και τη διατύπωση μιας συνταγματικής χάρτας για την οργάνωση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής. Αλλά το καταψήφισε η γαλλική Εθνοσυνέλευση τον Αύγουστο του 1953. Που αποδέχτηκε έναν χρόνο μετά την ίδρυση της Ενωσης Δυτικής Ευρώπης και τον αυτόνομο επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας!
Το πλήγμα για την ευρωπαϊκή προοπτική ήταν τεράστιο. Ενας από τους πρωτεργάτες όμως της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ο Ζαν Μονέ, άνθρωπος με τεράστια πειθώ, οδήγησε την ηγεσία των 6 στην αποδοχή του τολμηρού για όλους σχεδίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Αλλά ως μέγα βήμα ξανά προς την πολιτική ενοποίηση. Στη συνέχεια, η ΕΟΚ έγινε Ευρωπαϊκή Ενωση, πήγε να αποκτήσει Σύνταγμα, αλλά δυστυχώς οι Γάλλοι (ξανά!) δεν το αποδέχτηκαν, κι ας αποδέχτηκαν το ευρώ, χωρίς ωστόσο κοινή οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική πολιτική. Το πληρώνουμε πάντα.
Δεν είναι όμως αυτό το μόνο λάθος.
Δέχτηκαν πρώτα οι 6 την έμμεση ηγεμονία του γαλλογερμανικού άξονα που εγκαινίασαν ο Ντε Γκολ και ο Αντενάουερ. Υποδέχτηκαν τη Μεγάλη Βρετανία που κοίταζε πάντα προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και –το είδαμε ήδη με την κ. Θάτσερ ενώ το επιβεβαίωσε και το Brexit –δεν ενδιαφέρεται για πολιτικές κοινοτικής αλληλεγγύης παρά μόνο για «ελεύθερο εμπόριο». Υποδέχτηκαν χωρίς ουσιαστική περίοδο προσαρμογής –πολιτικής και οικονομικής –τις πρώην λαϊκές δημοκρατίες.
Δεν ενίσχυσαν όσο έπρεπε τις εξουσίες της Ευρωβουλής, του μόνου εκλεγμένου σώματος της Ενωσης, ενώ ο συνδυασμός της μεταφοράς των κοινοτικών αποφάσεων από την Κομισιόν στο (διακρατικό) Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων (επινόηση του Ζισκάρ ντ’ Εστέν) περιόρισε μαζί με τον χλωμό υπηρέτη των «μεγάλων» Καρντόζο ό,τι απέμενε από τον περιορισμένο ομοσπονδιακό χαρακτήρα της ΕΕ.
Σε αντίθεση με τη λαμπρή εποχή του Ντελόρ και των ηγετών που τον στήριζαν, έχουμε έτσι –παρά τον Γιούνκερ –μια άτολμη Ενωση. Ατολμη απέναντι στον ουσιαστικό εθνικισμό του κ. Σόιμπλε, άτολμη για ουσιαστικές αποφάσεις εσωτερικά για τον περιορισμό της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών ή για την επίλυση του ελληνικού προβλήματος και εξωτερικά απέναντι στη Μόσχα, την Ουάσιγκτον και γενικά τους ευρωσκεπτικιστές για ζωτικά διεθνή προβλήματα, όπως το Προσφυγικό ή η προκλητική Τουρκία.
Και όμως, όπως θα έλεγε ο Ζορζ Μαρσέ, ο κοινοτικός απολογισμός είναι συνολικά θετικός.
Εδραίωσε την ενδοευρωπαϊκή ειρήνη και τις δημοκρατικές διαδικασίες, κράτησε (παρά τις αξιώσεις των νεοφιλελευθέρων) το κοινοτικό κοινωνικό κεκτημένο, συνέβαλε αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Και τώρα; Απλό: πρέπει να καταλάβουμε ό,τι κατάλαβαν οι Ολλανδοί και να αντιδράσουμε όπως αυτοί. Με την πεποίθηση ότι η Ευρώπη είναι δική μας και δεν είναι το πρόβλημά μας. Αλλά η λύση του.
για τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης και στέλεχος του περιοδικού «Ευρωπαϊκή Αριστερά», είχε πάρει στις αρχές
της δεκαετίας του ’50 ενεργό μέρος στις διεργασίες για την ομοσπονδιακή Ενωση της Ευρώπης