Η, σχεδόν καθολική, αρνητική αντιμετώπιση στην Ελλάδα της επαναφοράς στο τραπέζι του ενδεχομένου της «Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων» ή, γενικότερα, μιας διαφοροποιημένης διαδικασίας ενοποίησης προκαλεί εντύπωση. Ξαναζωντανεύουν όλοι οι παλιοί φόβοι γι’ αυτά που σχεδιάζουν κάποιες δυνάμεις εις βάρος της Ελλάδας. Φοβική είναι η αντίδραση της κυβέρνησης, ακόμα και του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος δηλώνει –ως μη ώφειλε –(«με τις γνώσεις του πανεπιστημιακού») ότι «ταχύτητες στην ενότητα δεν υπάρχουν». Δυστυχώς τα ίδια φοβικά αντανακλαστικά, έστω και κάπως συγκαλυμμένα με τεχνοκρατική γνώση ή μάλλον πληροφορία, εκφράζουν και κάποιοι δηλωμένοι «ευρωπαϊστές», οι οποίοι και ήταν μεταξύ όσων χαιρέτισαν τότε τον Κώστα Σημίτη και τη μεγάλη πολιτική απόφαση για συμμετοχή της Ελλάδας στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ισως, για κάποιους από αυτούς, αρκεί ότι μεταξύ όσων υποστηρίζουν τις «πολλές ταχύτητες» είναι και ο κατεξοχήν «κακός», ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Και ας αναγνωρίζεται ο ίδιος διεθνώς ως ένας μεγάλος υπέρμαχος της φεντεραλιστικής Ευρώπης και ας θεωρείται το φημισμένο άρθρο που έγραψε με έναν άλλο λαμπρό ευρωπαϊστή, τον Καρλ Λάμερς, πριν από περισσότερα από 20 χρόνια (και επανέφερε στο προσκήνιο πρόσφατα) ως ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την ομοσπονδιακή Ευρώπη, με τη μέθοδο των «πολλών ταχυτήτων» ως αναγκαίο βήμα. Στην ίδια υποστήριξη των «πολλών ταχυτήτων» έχει άλλωστε συμπορευτεί με μερικούς από τους μεγαλύτερους φεντεραλιστές, από τον Αλτιέρο Σπινέλι και τον Βίλι Μπραντ μέχρι τον Ζακ Ντελόρ και τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ.
Η Λευκή Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που παρουσιάστηκε τις προάλλες δεν παραθέτει απλώς τα ενδεχόμενα σενάρια, αλλά δείχνει ακριβώς τους κινδύνους και τις δυσκολίες που παρουσιάζει το καθένα από αυτά. Δεν αποτελεί αντίλογο, αλλά συνέχεια στις «προτάσεις των πέντε προέδρων» του περασμένου έτους για περισσότερη Ευρώπη. Στο τελευταίο σενάριο συγκεκριμενοποιείται αυτός ο βηματισμός προς τα εμπρός, τρία σενάρια περιγράφουν την κατάσταση της ΕΕ αν συνεχίσει σαν να μη συμβαίνει τίποτα ή αν κάνει βήματα προς τα πίσω, το δε σενάριο «3», που τιτλοφορείται «Αυτοί που θέλουν περισσότερα κάνουν περισσότερα», μιλάει καθαρά για μία ή περισσότερες «συμμαχίες πρόθυμων κρατών», συμμαχίες όσων θέλουν, όχι όσων άλλοι αποφασίζουν ότι τους θέλουν.
Ας το πούμε σαφώς: το σενάριο «5» για άλμα όλων προς τα εμπρός μπορεί να είναι το περισσότερο ομοσπονδιακό, αλλά είναι και απόλυτα μη ρεαλιστικό. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι το «όλοι» μπορεί να μην περιλαμβάνει πια το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο αγκάλιαζε πάντα με μεγάλη προθυμία όποια μέθοδο μπορούσε να εμποδίσει την πρόοδο της ενοποίησης, αλλά περιλαμβάνει προφανώς την Πολωνία, την Ουγγαρία και άλλες χώρες, των οποίων η στάση ως προς το ενδεχόμενο μεγαλύτερης ενοποίησης είναι αυξανόμενα αρνητική. Ο κίνδυνος, η πραγματική και πολύ σοβαρή απειλή είναι ότι αν δεν αποφασίσουμε να προχωρήσουμε όσοι θέλουμε προς τα εμπρός, θα πέσουμε υποχρεωτικά στα άλλα σενάρια, που, αν δεν αναφέρονται ρητά σε ραγδαία επιστροφή προς τα πίσω, επικαλούνται τη σημερινή κατάσταση, επικυρώνουν δηλαδή την αναποτελεσματικότητα και, φοβάμαι, την παρακμή.
Η αντίθεση στην «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων», στη διαφοροποιημένη ενοποίηση, ισοδυναμεί με αντίθεση στην έξοδο της Ευρώπης από την παρακμή. Το ζητούμενο είναι πώς θα αποτραπεί να φρενάρουν την περαιτέρω ενοποίηση εκείνοι ακριβώς που τη φοβούνται. Πώς θα προχωρήσει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προς «ολοένα και πλησιέστερη ένωση», έστω και χωρίς αυτούς που δεν θέλουν ή δεν θέλουν ακόμα κάτι τέτοιο.
Αν πιστέψει κανείς τις δημοσκοπήσεις, σύμφωνα με το τελευταίο ευρωβαρόμετρο, οι Ελληνες είμαστε τελευταίοι και με μεγάλη διαφορά από τους προτελευταίους, του Βρετανούς, ως προς τη «θετική γνώμη για την ΕΕ». Ενας σαφής και ταχύτατα αυξανόμενος αντιευρωπαϊσμός που επιβεβαιώνεται πλήρως και από τα πορίσματα της πρόσφατης έρευνας της διαΝΕΟσις. Η αιτία αυτού του αντιευρωπαϊσμού θα πρέπει να αναζητηθεί στο ότι η Ευρώπη θεωρήθηκε πάντοτε ως «μητέρα όλων των δεινών» ή έστω, στην καλύτερη περίπτωση, ως ένα αναγκαίο κακό. Τα όποια οφέλη μας τα «δικαιούμασταν» και ήρθαν διότι οι άλλοι «δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς», ακόμα και όταν π.χ. απολαμβάναμε τα υψηλότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα δημοσιονομικά οφέλη. Αλλωστε «οι ξένοι κερδίζουν πολύ περισσότερα». Τα τελευταία δε χρόνια η επίρριψη της ευθύνης της κρίσης «στα Μνημόνια» και η καθημερινή έμφαση στην «αέναη διαπραγμάτευση» ως τον μοναδικό τρόπο «κάτι να γλιτώσουμε» επέτειναν δραματικά την αρνητική τοποθέτηση. Η Ευρωπαϊκή Ενωση στα μάτια μας είναι «απέναντι» και το παίγνιο είναι μηδενικού αποτελέσματος. Το δικό μας όφελος περνά από την ήττα των άλλων.
Η διαφοροποιημένη ενοποίηση φαίνεται να είναι ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος προς την ενοποίηση. Διαφοροποιημένη ενοποίηση όσων θέλουν. Το κρίσιμο δεν είναι αν τα νέα βήματα προβλέπονται ήδη ή όχι στη Συνθήκη. Ούτε αν αφορούν αποκλειστικά οικονομικούς τομείς ή περιλαμβάνουν και εξωτερική πολιτική, ασφάλεια, άμυνα. Αυτό που πρέπει να παραμείνει απόλυτα κατοχυρωμένο είναι η συμμετοχή όλων όσοι το επιθυμούν. Καμιά χώρα δεν θα μπορεί να αποκλείεται a priori, αυθαίρετα ή για πάντα. Κανόνες, κριτήρια, αιρεσιμότητες, υποχρεώσεις μπορεί να θεσπίζονται, αλλά μόνο με απόλυτα αντικειμενικό τρόπο. Επίσης, κάθε φορά που αποφασίζεται ένα πρόσθετο βήμα όσων το επιθυμούν, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η αλληλεπίδρασή του με υφιστάμενα βήματα έτσι ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα «τζαμπατζή» («δωρεάν επιβάτη») και, κυρίως, να εξασφαλίζεται η μεταφορά του συνόλου της αρμοδιότητας, μαζί με τις δημοσιονομικές της συνέπειες, τις συνοδευτικές πολιτικές και φυσικά τους θεσμούς και τα όργανα για τη δημοκρατική νομιμοποίηση των σχετικών αποφάσεων. Εννοείται τέλος ότι ούτε τέθηκε ποτέ –ούτε διανοήθηκε κάποιος να θέσει –τα νέα βήματα να μπορεί να οδηγήσουν σε μεταβολή της σύνθεσης των σημερινών μορφών διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης, π.χ. της ευρωζώνης.
Το κρισιμότερο και δυσκολότερο είναι η επέκταση αυτή της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε άλλους τομείς πολιτικής να συνοδεύεται και από την απαραίτητη εμβάθυνσή της. Η κίνηση πρέπει να είναι προς περισσότερη Ευρώπη, αντί για περισσότερες διακρατικές συμφωνίες και ρυθμίσεις. Αντίθετα δηλαδή από την εμπέδωση ενός «νέου διακυβερνητισμού» που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια, με την «κοινοτική» μέθοδο (όπου η Επιτροπή προτείνει και το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, όχι απαραίτητα ομόφωνα, αποφασίζουν) να έχει αντικατασταθεί από την «ενωσιακή μέθοδο», σύμφωνα με την οποία η «αποδοτικότερη» διαδικασία ορίζεται κάθε φορά ανάλογα με το θέμα. Το Συμβούλιο και κυρίως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχουν καταστεί πανίσχυρα, η Επιτροπή έχει περιοριστεί στον εκτελεστικό και ελεγκτικό της ρόλο, έστω και ενισχυμένο, και το Κοινοβούλιο αυξάνει μεν τυπικά τις αρμοδιότητές του, στην πράξη όμως αρκείται σε μια γενική και αόριστη παρακολούθηση.
Το ερώτημα δεν είναι αν θα προχωρήσουμε όλοι ή λιγότεροι, ενωμένοι ή όχι, αλλά αν θα προχωρήσει η ευρωπαϊκή ενοποίηση ή θα αφήσουμε να την εμποδίσουν εκείνες οι δυνάμεις που δεν τη θέλουν. Η πρόοδος προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο με περαιτέρω εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Οχι όμως με εκχώρηση κυριαρχίας κάποιων σε κάποιους, βλ. π.χ. πιστωτές ή «διευθυντήρια», αλλά «συγκέντρωση της κυριαρχίας» («pooling of sovereignty») όλων όσοι θέλουν να προχωρήσουν στους υπερεθνικούς θεσμούς και όργανα και φυσικά με όλα τα απαραίτητα βήματα προς την πολιτική Ευρώπη, όλες δηλαδή τις αναγκαίες εγγυήσεις ισότητας, διαφάνειας, ευθύνης, λογοδοσίας και δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Ο Αχιλλέας Μητσός διετέλεσε γενικός διευθυντής στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και καθηγητής Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.