Ο ευρωσκεπτικισμός είναι ένα φαινόμενο που βρίσκεται σε άνοδο εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες. Με τον όρο γίνεται αναφορά σε ένα σύνολο διαθέσεων και στάσεων απέναντι στην ΕΕ που εκφράζουν από απλές επιφυλάξεις και κριτική αμφισβήτηση έως άρνηση ή και καθολική απόρριψη του σχεδίου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μετά τη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης ο ευρωσκεπτικισμός αναδεικνύεται σε ένα πιο συντονισμένο και διακριτό ρεύμα με το οποίο εκφράζεται η αντίθεση στην οικονομική διακυβέρνηση που μέσω προπάντων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Eurogroup ασκείται στις χώρες-μέλη της ευρωζώνης.
Ο ευρωσκεπτικισμός όλων των τάσεων –από τον «μαλακό» μέχρι τον «σκληρό» ευρωσκεπτικισμό σύμφωνα με την τυπολογία των P. Taggart και A. Szczerbiak, ή από τον «συμβιβαστικό» και «υπό όρους» έως τον «απορριπτικό» ευρωσκεπτικισμό όπως αναλύεται από τη Σ. Βασιλοπούλου –αναφέρεται σε μια κλιμακούμενη όσον αφορά την έντασή της αλλά και διαφοροποιημένη ως προς το περιεχόμενό της εναντίωση στις αρχές, τις πολιτικές ή και τις προοπτικές της ΕΕ. Ενας κοινός παρονομαστής διατρέχει ωστόσο όλες τις υπάρχουσες παραλλαγές του ευρωσκεπτικισμού, ο οποίος συνοψίζεται στην αποδοκιμασία οποιασδήποτε ιδέας για περαιτέρω διεύρυνση της ΕΕ, όπως και στην πεποίθηση ότι το εθνικό συμφέρον βρίσκεται σε υποχώρηση και δυσαρμονία με την ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, ήδη από το παρελθόν, ήταν άμεσα συνυφασμένη με την εθνική· γι’αυτό τα εσωτερικά πολιτικά διακυβεύματα κάθε κράτους-μέλους της ΕΕ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτυπώνονται στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Αυτή η εθνικής υπόστασης ευρωπαϊκή πολιτική αρένα (για να παραφράσουμε τη γνωστή ρήση των K. Reif και H. Schmitt, που πρώτοι διαπίστωσαν την ύπαρξη μιας εθνικής πλαισίωσης στον πολιτικό και τον εκλογικό ανταγωνισμό που αφορά την ΕΕ) λειτουργεί σαν σάκος του μποξ· πάνω του εκτονώνονται τα αισθήματα πολιτικής διαμαρτυρίας και δυσαρέσκειας καθώς και οι αντικομματικές, αντιπολιτικές ή και αντισυστημικές διαθέσεις των πολιτών, όσο όμως και οι αδυναμίες ή και αποτυχίες της εθνικής πολιτικής ελίτ να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και τα προβλήματα που έχει αναλάβει να διαχειριστεί.
Ενα πολυεπίπεδο παιχνίδι επίρριψης ευθυνών είναι σε εξέλιξη, με την ΕΕ να εμφανίζεται υπεύθυνη όχι μόνο για ό,τι της αναλογεί (για την αποτυχία στη μεταναστευτική πολιτική και στη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος, για τη διόγκωση του δημοκρατικού ελλείμματος, για τον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό και την αδυναμία διαμόρφωσης μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας, κ.ο.κ.), αλλά και για τις αποτυχίες των εθνικών κυβερνήσεων των χωρών-μελών της ΕΕ και εκείνες του κομματικού συστήματος και της ακολουθούμενης διακυβέρνησης στο εθνικό πλαίσιο. Στην ΕΕ όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται (στον βαθμό τουλάχιστον που αποδεδειγμένα τής οφείλεται) η συμβολή της για τα 60 χρόνια ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας στην πάλαι ποτέ ταραγμένη Ευρώπη, αλλά επιπλέον έχει γίνει «δελεαστικό», σύμφωνα με την εύστοχη επισήμανση του αυστριακού καθηγητή A. Pelinka, «το χαρτί του λαϊκισμού» να παίζεται συνειδητά εις βάρος της. Ποιοι κερδίζουν από αυτή την παρτίδα;
Οι μνηστήρες του λαϊκιστικού ευρωσκεπτικισμού είναι πολλοί στην Ευρώπη σήμερα: σε αυτούς συγκαταλέγεται ένα τμήμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που συνδέει τον εξευρωπαϊσμό με τον «νεοφιλελευθερισμό» και θεωρεί την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως την άλλη όψη τής –προπάντων οικονομικής –παγκοσμιοποίησης. Ελκυστικότεροι σε ένα αρκετά διευρυμένο κομμάτι του εκλογικού σώματος εμφανίζονται, ωστόσο, οι δεξιοί εθνικολαϊκιστές και τα μορφώματα του ακροδεξιού χώρου, καθώς η δική τους πολιτική πλατφόρμα υποστηρίζει έναν πιο συνεκτικό ευρωσκεπτικισμό που δεν οργανώνεται μόνο γύρω από την εναντίωση στις πολιτικές της ΕΕ ή και στις προοπτικές της για περαιτέρω διεύρυνση, αλλά στο όνομα μιας «Ευρώπης των εθνών» απορρίπτει το ίδιο το οικοδόμημα και τη βασική ιδέα πάνω στην οποία συγκροτήθηκε η ΕΕ. Επιπλέον, καθώς ο αντιφιλελευθερισμός που πρεσβεύουν οι εκπρόσωποι της ακροδεξιάς πολιτικής σκηνής δεν είναι μόνο οικονομικός και αντικαπιταλιστικός, όπως κάτι τέτοιο συναντάται σε όλο το ιδεολογικά πολύχρωμο ρεύμα των πολέμιων της παγκοσμιοποίησης, αλλά πολιτικός και αξιακός ταυτοχρόνως, το κατά της Ευρώπης αφήγημα της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς συνδέεται πειστικά με τον ριζικά αντιμεταναστευτικό και αντιδικαιωματικό της λόγο.
Παρότι ο ευρωσκεπτικισμός εντοπίζεται σε πολλές περιοχές της πολιτικής σκηνής και διαπερνά διαφορετικούς κομματικούς σχηματισμούς, βρίσκει μεγαλύτερη απήχηση σε μεταδημοκρατικές συνθήκες, εκεί δηλαδή όπου η πολιτική αντικαθίσταται από το θέαμα, η μετα-αλήθεια παίρνει τη θέση της πληροφορίας και η λαϊκή κυριαρχία συγχέεται με δημοψηφισματικές εκφράσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι πολιτικά παράδοξα μορφώματα, από το Κίνημα των 5 Αστέρων του Μπ. Γκρίλο και το UKIP, μια «μονοθεματική ομάδα πίεσης» για την έξοδο της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, μέχρι το PVV του Χ. Βίλντερς, ένα απόλυτα προσωποκεντρικό κόμμα του αρχηγού, χωρίς μέλη και οργανωτική διάρθρωση, κέρδισαν σημαντική επιρροή επενδύοντας ολοένα και περισσότερο στην πολεμική εναντίον της ΕΕ.
Σε αυτό το σταυροδρόμι που βρίσκεται η Ευρώπη σήμερα, με τους εθνικολαϊκιστές υπό τη Μ. Λεπέν, τον Χ. Βίλντερς και τη Φρ. Πέτρι να έχουν συστήσει μια ιδιότυπη Διεθνή διεκδικώντας μερίδιο στη διακυβέρνηση, μια ευθεία αντιμετώπισή τους δείχνει απαραίτητη όσο ποτέ. Μέχρι στιγμής είδαμε δύο διαφορετικά μοντέλα να εφαρμόζονται: του Ντ. Κάμερον που έθεσε στην κρίση των πολιτών την ατζέντα των ευρωσκεπτικιστών για το Brexit και του Μ. Ρούτε που με τη σθεναρή στάση του κατά των αξιώσεων της Τουρκίας για μετατροπή της Ολλανδίας σε δική της προεκλογική αρένα φρέναρε την ορμή των εγχώριων ακροδεξιών λαϊκιστών. Κρίνοντας από το αποτέλεσμα, το μοντέλο Ρούτε δείχνει πιο αποτελεσματικό και πάντως καταδεικνύει ότι η αναχαίτιση των αντιευρωπαίων λαϊκιστών είναι και επιδιώξιμη και επιτεύξιμη.
Η Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Βιβλιογραφία

n Ευτυχία Τεπέρογλου, Οι άλλες «εθνικές» εκλογές. Αναλύοντας τις Ευρωεκλογές στην Ελλάδα 1981-2014, Εκδ. Παπαζήση, 2016.

n Sofia Vasilopoulou, Euroscepticism and the Radical Right: domestic strategies and party system dynamics, διδακτορική διατριβή, LSE, 2010.