Η διοικητική και πολιτική γραφειοκρατία της Ευρώπης προσπαθεί να ελέγξει μια αντιφατική κατασκευή. Μια κατασκευή που αντί να γίνει επικράτεια, ένα διεθνικό συνεχές, καθηλώνεται σ’ ένα είδος διάτρητου θεσμικού «αναγλύφου». Και επειδή η ίδια η γραφειοκρατία είναι τέκνο αυτής της ασυνέχειας και της αρχιτεκτονικής αμηχανίας, προσπαθώντας να εκλειάνει αντινομίες αντί να λύσει αντιφάσεις, ουσιαστικά πασχίζει να σώσει τον εαυτό της πεσμένη στο νερό, δίπλα στην προπέλα.
Είναι σίγουρο ότι το μεγάλο ευρωσυνθετικό διάβημα βρίσκεται σε κρίση δομής και όχι κρίση επιφανείας. Διαφορετικές παραγωγικές ταυτότητες, διαφορετικό δίκαιο, ποικίλα φορολογικά καθεστώτα, ανισοϋψή διοικητικά συστήματα, διαφορετικό πολιτισμικό – αυτοθεωρησιακό υπόστρωμα οργανώνουν μια ανασφαλή, επιθυμητή αλλά και ανάρμοστη συμβιωτική συνθήκη. Αυτό φαίνεται στα μάτια του απλού ευρωπαίου πολίτη. Με τις διάφορες συμβάσεις, τα πρωτόκολλα και τον απέραντο κανονιστικό χάρτη, οι ελίτ προσπάθησαν να διαμορφώσουν συγκλίνον δίκαιο σε αποκλίνουσες οικονομίες, συγκλίνον εκπαιδευτικό σύστημα σε αποκλίνουσες παραδόσεις, ενιαία χρηματοδοτικά πρωτόκολλα πάνω σε αποκλίνουσες γεωγραφικές, παραγωγικές, πολιτικές και οικονομικές ζώνες κ.λπ. Να διαμορφώσουν μια συνθήκη όπου θα ενοποιούνταν διαφορετικά επίπεδα πολιτικής παραγωγής και εφαρμογών, ώσεις, ήθη, κράσεις, δηλαδή το βαθύτερο στρώμα των κανονιστικών διευθετήσεων. Επειδή επρόκειτο σε μεγάλο βαθμό για μια γενική πολιτική επιθυμία ηγετών και αφηρημένη προσδοκία λαών, ένα κανονιστικό πεδίο – υποκατάσταστο γεωπολιτικής ανασφάλειας, δυστυχώς απέτυχε σε κρίσιμα. Οχι μόνο γιατί τα κοινωνικά θραύσματα δεν βρίσκουν ισορροπία δικαίου, αλλά και γιατί η ίδια η συγκολλητική απόπειρα (ιδίως η άτσαλη διεύρυνση) ήρε, απαλλοτρίωσε και τα πολιτικά εργαλεία που την ανέλυαν ή που προσδιόριζαν ορθολογικά το δέον.
Πολλά χρόνια μετά, αυτό το συνθετικό διάβημα όχι μόνο δεν έχει επιτευχθεί, αλλά έκθαμβοι οι ευρωπαίοι πολίτες βρίσκονται μπροστά σε κάτι που τους ξεπερνάει. Μια αίσθηση ότι διαρρέει στις πατρογονικές φλέβες το «Αλιεν» της τρομοκρατίας, μια «ξενότητα» ως γενική απειλή των κανονικοτήτων.
Στον ιταλικό νεορεαλισμό (την πιο αξιόπιστη απολογητική του Μεταπολέμου), μπορεί να ξεκινάμε απ’ τη «Γη τρέμει» του Βισκόντι, αλλά καταλήγουμε στην αστική διερώτηση της «Νύχτας» του Αντονιόνι. Απ’ το «Λα Στράντα» προχωράμε στο «Ντόλτσε Βίτα» του Φελίνι, απ’ τον «Δρόμο» στη «Γλυκιά ζωή». Αυτό το εξελισσόμενο υλικό και δραματικό τόξο έχει ανατραπεί απ’ το «Μίσος» του Κασσοβίτς. Ετσι, από τη γεωπολιτική ισορροπία και την απόλεμη αστική ησυχία περνάμε στο εγκάρσιο μίσος, στους ενεργοποιούμενους πυκνωτές ενός πολυταξικού ανοργάνωτου μίσους που έχει τη δομή έκρηξης. Σαν κι αυτή του Αντονιόνι στο «Ζαμπρίσκι Πόιντ».
Για τον Βορρά, ο κλονισμός δεν είναι οικονομικός αλλά επικρατειακός. Χάνουν μια «παρθενία» με την αναγκαστική εγγύτητα με τους κολίγους. Για τους τέως «Ανατολικούς», πρόκειται για μια ανεστραμμένη ταπείνωση απ’ τα πολλά χρόνια εξαρτήσεων και κατοχής. Αισθάνονται την απέχθεια του ενσωματωμένου βαθμοφόρου απέναντι στον νέο δούλο, κάτι σαν το «Django» του Ταραντίνο. Στον τόπο μας έχοντας εγκατασταθεί το «είσαι ό,τι έχεις», επομένως όταν έπαψες να έχεις, έπαψες να «είσαι», να υφίστασαι, η ανάταξη πρέπει να αναζητηθεί σε βαθύτερες, υπαρκτικές στιβάδες απ’ αυτές τις άτακτες της τρέχουσας πολιτικής αργκό.
Απ’ την τεχνοκρατική αποφασιστικότητα πρέπει να οδεύσουμε στην πολιτική λογιοσύνη.
Ο ζωγράφος και καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ