Πώς το είχε πει η Μαρίν Λεπέν; «Το 2016 ήταν η χρονιά κατά την οποία ο αγγλοσαξονικός κόσμος ξύπνησε. Το 2017 θα είναι η χρονιά κατά την οποία θα ξυπνήσει και ο λαός της ηπειρωτικής Ευρώπης».

Πριν από μόλις δύο μήνες, όταν η διεθνής των ακροδεξιών διοργάνωνε την πρώτη της συνάντηση σε μια γερμανική πόλη, η προφητεία πως η Ευρώπη θα ζήσει μια «πατριωτική άνοιξη» έμοιαζε πιθανό να επιβεβαιωθεί. Μια δημοσκοπική «άνοιξη» έδινε εκείνες τις ημέρες στον Βίλντερς έως και 40 έδρες στη νέα ολλανδική Βουλή, στη Λεπέν καθαρό προβάδισμα για τον πρώτο γύρο των γαλλικών εκλογών και το AFD της Φράουκε Πέτρι συγκέντρωνε ήδη ένα πρωτοφανές 14% στις δημοσκοπήσεις, ελπίζοντας ότι η επιτυχία των αδελφών κομμάτων στις δικές τους χώρες θα λειτουργούσε ως ντόμινο σε όφελός της, μέχρι τις γερμανικές κάλπες του Σεπτεμβρίου.

Πρώτη παρτίδα χαμένη. Ενα υπόγειο «ευρωπαϊστικό» ρεύμα επικράτησε στις ολλανδικές εκλογές και κράτησε το μονοπρόσωπο κόμμα του Χερτ Βίλντερς πολύ κάτω από τις δημοσκοπικές προβλέψεις (20 αντί 40 εδρών), πολύ κάτω και από τις δικές του επιδόσεις στις εκλογές του 2010 (24 έδρες) και έδωσε τη νίκη σε όσα κόμματα, δεξιά και αριστερά του Κέντρου, καλούσαν σε μια καταδίκη του «λαϊκισμού».

Το ωστικό κύμα από

το Brexit και τον Τραμπ

Τι εξηγεί αυτή την απροσδόκητη ανατροπή;

Ενα παλιό δόγμα λέει πως τις εκλογές τις κερδίζει εκείνος που καταφέρνει να επιβάλει το κεντρικό ερώτημα στο οποίο απαντούν οι πολίτες στην κάλπη. Οσο το κεντρικό ερώτημα των ολλανδικών εκλογών ήταν «είστε ευχαριστημένοι, νιώθετε ασφαλείς, έχετε εμπιστοσύνη σε αυτούς που σας κυβερνούν;», η απάντηση ήταν φυσικό να είναι «όχι». Και αυτό το όχι μεταφραζόταν εύκολα σε ψήφο υπέρ του Βίλντερς. Αλλά τις τελευταίες ημέρες πριν από τις κάλπες, το ερώτημα άλλαξε. Ενα υπόκωφο ρεύμα διαπέρασε το εκλογικό σώμα και κινητοποίησε σε πρωτοφανή βαθμό ακόμη και ψυχρούς και απόμακρους ψηφοφόρους. Οι άνθρωποι πήγαν να ψηφίσουν έχοντας κατά νου κάποια παραλλαγή ενός ριζικά διαφορετικού ερωτήματος: «Θέλετε η χώρα μας να ακολουθήσει τον δρόμο του Βrexit και του Τραμπ ή να μείνει πιστή στη φιλελεύθερη και ευρωπαϊκή παράδοσή της;». Σε αυτό το ερώτημα η απάντηση ήταν κατηγορηματική –και μεταφράστηκε κυρίως σε μεγάλη άνοδο των δύο προοδευτικών, αντιλαϊκιστικών κομμάτων, των κεντρώων Δημοκρατών του D 66 και των Αριστερών Πρασίνων (33 έδρες και οι δύο μαζί). Μια ψήφος διαμαρτυρίας, φόβου ή οργής που ήταν αναμενόμενη ή ανεκτή στο πλαίσιο της «εθνικής» πολιτικής ζωής, έγινε απαγορευμένη, καταραμένη όταν συνδέθηκε με τα ευρύτερα διεθνή συμφραζόμενα. Και, από την άλλη, η μεγάλη συμμετοχή στις κάλπες έκανε τον σκληρό πυρήνα των οπαδών του Βίλντερς να αντιπροσωπεύει ένα μικρότερο κλάσμα ενός μεγαλύτερου εκλογικού σώματος.

Αλλαγή κλίματος με τουρκική υποβοήθηση

Με αυτή την πρωτεύουσα ανάγνωση, οι ολλανδικές εκλογές είναι ένα καλό μήνυμα, ένα αισιόδοξο τεστ για την αντοχή των υλικών της δημοκρατίας στην Ευρώπη. Αλλά υπάρχει και μια δευτερεύουσα ανάγνωση.

Ενας δεύτερος παράγων που εξηγεί την αναστροφή του κύματος στις ολλανδικές εκλογές είναι η κρίση με την Τουρκία του Ερντογάν, που ξέσπασε την κατάλληλη στιγμή, τρεις ημέρες πριν από τις εκλογές. Η κρίση έδωσε την ευκαιρία στα δύο κεντροδεξιά κόμματα –το VVD (Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία) του Ρούτε και τους Χριστιανοδημοκράτες, το παραδοσιακό κυβερνητικό κόμμα της χώρας που επέστρεψε από μια περίοδο παρακμής –να δείξουν πανηγυρικά πως έχουν υιοθετήσει, εξευγενισμένη, ένα μέρος της ρητορικής Βίλντερς και έχουν σκληρύνει τον λόγο τους απέναντι στους μετανάστες και το Ισλάμ. Κι έτσι φαίνεται πως συγκράτησαν διαρροές προς το ισλαμοφαγικό Κόμμα της Ελευθερίας.

Η πολιτική μετάγγιση του λαϊκισμού

Με αυτή την ανάγνωση ο Βίλντερς έχασε τις εκλογές, αλλά επιτέλεσε τον ρόλο που ιστορικά διαδραματίζει ο «λαϊκισμός», από την πρώτη του εμφάνιση στην Αμερική του τέλους του 19ου αιώνα: να μεταγγίζει τη θεματική του στους όμορους πολιτικούς χώρους και να σέρνει προς την κατεύθυνσή του τα «συστημικά», τα κυβερνώντα πολιτικά κόμματα. Οπως παρατηρεί ο John Judis σε μια ενδιαφέρουσα πρόσφατη μελέτη («The populist explosion»), η απάντηση του Ρούζβελτ, του New Deal, στη Μεγάλη Κρίση της δεκαετίας του ’30 ενσωμάτωνε μέρος της ρητορικής του κυρίαρχου εκείνη την εποχή λαϊκισμού, που ήταν αριστερόστροφος. Ο Ομπάμα, αντίθετα, διαμορφώνοντας τη δική του απάντηση στη Μεγάλη Υφεση, πιεζόταν από έναν δεξιόστροφο λαϊκισμό, τον λαϊκισμό του Tea Party, που η ρητορική του ενσωματώνεται πλήρως στην πλατφόρμα Τραμπ. Και αν η Ευρώπη καταφέρει, όπως όλα δείχνουν, να αποφύγει έναν εξευτελισμό α λα Τραμπ, το πολιτικό της πρόσημο είναι φανερό ότι μετατοπίζεται.

Η ιστορία δεν τελείωσε λοιπόν. Κι αν η ευρωπαϊκή ιδέα και η φιλελεύθερη δημοκρατία της κοινωνικής αλληλεγγύης κέρδισαν την πρώτη μάχη της χρονιάς, την ολλανδική μάχη, ο πόλεμος απέχει πολύ από το να έχει κριθεί.