Το κουαρτέτο των δανειστών δεν πρόκειται να επιστρέψει στην Αθήνα, εάν η κυβέρνηση δεν κάνει μεγάλα βήματα πίσω στα ανοιχτά θέματα της διαπραγμάτευσης που αφορούν τα εργασιακά, τα ενεργειακά και το Ασφαλιστικό. Το μήνυμα αυτό, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει ήδη σταλεί στο Μέγαρο Μαξίμου, ενώ και ο επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντεϊσελμπλούμ σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε» (FAZ), η οποία δημοσιεύεται στο σημερινό της φύλλο, εκτιμά πως «μια γρήγορη ολοκλήρωση της εν εξελίξει δεύτερης αξιολόγησης από τους πιστωτές είναι μάλλον δύσκολο» και προσθέτει πως δεν πιστεύει πως «οι θεσμοί θα την ολοκληρώσουν πριν από τη συνεδρίαση του Eurogroup στη Μάλτα, τον Απρίλιο».

ΤΑ ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ. Μια νέα προσπάθεια συμβιβασμών της τελευταίας στιγμής αναμένεται να επιδιωχθεί σήμερα σε πολιτικό επίπεδο, πριν από το Eurogroup, και εάν αυτή δεν καρποφορήσει, ο κίνδυνος μιας αιχμηρής συνεδρίασης για την Ελλάδα, με αρνητικά σήματα στις αγορές, είναι παραπάνω από ορατός. Κανείς, από καμία πλευρά δεν μιλά πλέον για διαφαινόμενο Staff Level Agreement – συμφωνία σε επίπεδο προσωπικού – και η κατάσταση παίρνει χαρακτηριστικά αδιεξόδου.

Η τελευταία προσπάθεια συγκλίσεων έγινε την περασμένη Παρασκευή, με μια τηλεδιάσκεψη έξι ωρών με τους εκπροσώπους των δανειστών, στην οποία δεν υπήρξε η παραμικρή πρόοδος στα ανοιχτά θέματα. Στην Αθήνα, Τσακαλώτος, Χουλιαράκης, Αχτσιόγλου και Σταθάκης ήταν μάλλον αποφασισμένοι ότι πέραν των θεμάτων που σέρνονται εδώ και μήνες σε δεύτερο πλάνο και αφορούν τη λειτουργία του Υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων ή τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, η συζήτηση δεν θα πήγαινε παραπέρα.

Το κλίμα αυτό απέδωσε η τοποθέτηση κυβερνητικού παράγοντα στη συνέχεια όταν είπε ότι «έχουν μείνει ορισμένα θέματα τα οποία γνωρίζαμε ότι δεν θα κλείσουν σε αυτό το επίπεδο», προσθέτοντας ότι «οι θέσεις είναι πλέον γνωστές και κανείς δεν εκπλήσσει κανέναν».

Πρακτικά, οι δανειστές και κυρίως το ΔΝΤ δεν κάνουν βήμα πίσω στις απαιτήσεις τους για επώδυνα μέτρα τόσο σε όρους κοινωνικούς όσο και σε όρους πολιτικούς με αιχμή τα εργασιακά, το Ασφαλιστικό και την πώληση μονάδων της ΔΕΗ.

– Στα εργασιακά, το ΔΝΤ ζητά οι ομαδικές απολύσεις να γίνονται με μια απλή ειδοποίηση από την πλευρά των εργοδοτών, χωρίς να μπαίνει καν στη συζήτηση της διοικητικής διαδικασίας των προεγκρίσεων που βάζει στο τραπέζι η ελληνική κυβέρνηση.

Στο μενού του ΔΝΤ περιλαμβάνονται ακόμα η επαναφορά του λοκάουτ (η δυνατότητα των εργοδοτών να κάνουν ανταπεργία απέναντι στις κινητοποιήσεις των εργαζομένων), οι αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο αλλά και η μη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

– Στο ασφαλιστικό, η συζήτηση είναι επίσης αδιέξοδη. Σε ενιαίο μέτωπο οι δανειστές ζητούν περικοπές σε κύριες και επικουρικές συντάξεις ύψους 1,8 δισ. ευρώ μια κι έξω το 2020, απαίτηση η οποία τρομάζει πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ.

Παρότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου δέχθηκε η επάνοδος του κουαρτέτου να γίνει στη βάση μέτρων 1,8 δισ. ευρώ από τις συντάξεις και 1,8 δισ. ευρώ από τη μείωση του αφορολογήτου, όταν έγινε η συζήτηση επί ελληνικού εδάφους στην εξειδίκευση των μέτρων και κυρίως όταν έγινε απολύτως ξεκάθαρη η συνταγή των δανειστών στο μέτωπο των αντιμέτρων, εμφανίστηκε απρόθυμος να προχωρήσει σε συμφωνία. Το ίδιο και η Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου.

Στην εξέλιξη αυτή, δεν είναι άμοιρη ευθυνών η συζήτηση για τα αντίμετρα. Το αρχικό κυβερνητικό αφήγημα, με μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 35%, μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια και την εστίαση και ένα δάνειο 3 δισ. ευρώ για δημιουργία θέσεων απασχόλησης, δεν βγήκε.

Η διαπραγμάτευση για τα αντίμετρα μέχρι τώρα έχει αποδώσει πολιτικά δύσπεπτες για την κυβέρνηση μειώσεις φόρων, καθώς οι δανειστές προκρίνουν μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις και τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια των φυσικών προσώπων.

Στον ΕΝΦΙΑ, όπου η συζήτηση παραμένει ανοιχτή, επίσης οι δανειστές θέλουν οι ελαφρύνσεις να αφορούν τον συμπληρωματικό φόρο, ο οποίος επιβάλλεται στους ιδιοκτήτες ακινήτων με περιουσία άνω των 200.000 ευρώ. Αν κοντά σε όλα αυτά αξιολογηθεί και η συμφωνηθείσα μείωση του αφορολογήτου κοντά στα 5.900 ευρώ με πρώτο συντελεστή φόρου 22%, η οποία αγγίζει μισθωτούς και συνταξιούχους των 500 ευρώ, γίνεται αντιληπτό γιατί στην κυβέρνηση υπάρχει περίσσια περίσκεψη αναφορικά με τις επιπτώσεις στο κόμμα από μια τέτοια συμφωνία. Τα νέα μέτρα θα χτυπήσουν αδιακρίτως τους συνταξιούχους και τους οικονομικά ασθενέστερους, τα δε αντίμετρα είναι αμφίβολο αν μπορούν να σταθούν ικανά ώστε οι βουλευτές της συγκυβέρνησης να δώσουν την ψήφο τους.

– Στα ενεργειακά. Πρόσθετες δυσκολίες άλλωστε υπάρχουν και στο μέτωπο της ενέργειας. Για περισσότερες από δύο ώρες την περασμένη Παρασκευή, τα ενεργειακά βρέθηκαν στο επίκεντρο των συζητήσεων, με τους δανειστές να επιμένουν σε «διαρθρωτικά μέτρα». Η τοποθέτηση κυβερνητικού στελέχους – μεταξύ σοβαρού και αστείου – «τσακωνόμασταν δύο ώρες, αλλά ελπίζω πως μέχρι το τέλος του χρόνου θα τα βρούμε» αποτυπώνει επακριβώς την κατάσταση.