Αθήνα, 20 Μαρτίου 2017 – Η Amgen ανακοινώνει ότι η μελέτη καρδιαγγειακών εκβάσεων του evolocumab σε 27.564 ασθενείς (FOURIER) τεκμηρίωσε για πρώτη φορά ότι η μέγιστη μείωση των επιπέδων της χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης χοληστερόλης (LDL-C) με το evolocumab, πέραν αυτού που είναι εφικτό με την τρέχουσα καλύτερη δυνατή θεραπεία μόνο, οδηγεί σε περαιτέρω μείωση των μειζόνων καρδιαγγειακών επεισοδίων, συμπεριλαμβανομένων των καρδιακών προσβολών, των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων και των επαναγγειώσεων στεφανιαίων.
Η μελέτη διέθετε στατιστική ισχύ γύρω από το σύνθετο τελικό σημείο του σκληρού μείζονος ανεπιθύμητου καρδιαγγειακού επεισοδίου (MACE) πρώτης καρδιακής προσβολής ή αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου ή θανάτου καρδιαγγειακής αιτιολογίας (βασικό δευτερεύον σύνθετο τελικό σημείο) και κατέγραψε ότι η προσθήκη του evolocumab στη βελτιστοποιημένη θεραπεία στατίνης οδήγησε σε μία στατιστικά σημαντική μείωση αυτών των επεισοδίων κατά 20% (p<0,001). Το ισχυρό όφελος σε αυτή την αντικειμενική παράμετρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά ήδη στους έξι μήνες και συνέχισε να αυξάνεται σωρευτικά σε ολόκληρη τη διάμεση διάρκεια των 2,2 ετών της μελέτης. Η τάξη μεγέθους, μάλιστα, της μείωσης του κινδύνου στο σκληρό σύνθετο τελικό σημείο MACE είχε ανοδική πορεία σε συνάρτηση με τον χρόνο, από 16% στο πρώτο έτος σε 25% πέραν του πρώτου έτους.
Η μελέτη κατέγραψε επίσης μία στατιστικά σημαντική μείωση κατά 15% (p<0,001) στον κίνδυνο του επεκταθέντος σύνθετου (κύριου) τελικού σημείου MACE, το οποίο περιλάμβανε νοσηλεία για ασταθή στηθάγχη, επαναγγείωση στεφανιαίων, καρδιακή προσβολή, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή θάνατο καρδιαγγειακής αιτιολογίας.
Οι ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με το evolocumab παρουσίασαν μείωση του κινδύνουεμφάνισης καρδιακής προσβολής (27%, ονομαστική τιμή p<0,001), αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (21%, ονομαστική τιμή p=0,01) και επαναγγείωσης στεφανιαίων (22%, ονομαστική τιμή p<0,001). Σε ευθυγράμμιση με πρόσφατες δοκιμές πιο εντατικής μείωσης της LDL, δεν παρατηρήθηκε επίδραση στην καρδιαγγειακή θνησιμότητα.1-5 Παρομοίως, δεν παρατηρήθηκε επίδραση στη νοσηλεία για ασταθή στηθάγχη. Σε μία διερευνητική ανάλυση, η μείωση του σχετικού κινδύνου για θανατηφόρο και μη θανατηφόρο καρδιακή προσβολή ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ήταν 19% στο πρώτο έτος (p=0,003) και 33% πέραν του πρώτου έτους (p<0,00001).
«Καταδεικνύουμε πλέον για πρώτη φορά σε μία εξειδικευμένη μελέτη εκβάσεων ότι η μείωση της LDL χοληστερόλης με αναστολή της PCSK9 οδηγεί σε κλινικά σημαντικό καρδιαγγειακό όφελος», δήλωσε ο Marc S. Sabatine, M.D., M.P.H., Πρόεδρος του TIMI Study Group, διακεκριμένος καθηγητής Καρδιαγγειακής Ιατρικής στην Έδρα Lewis Dexter, MD, στο Brigham and Women’s Hospital και καθηγητής Ιατρικής στο Harvard Medical School στη Βοστώνη των ΗΠΑ. «Τα οφέλη αυτά επιτεύχθηκαν με τη μείωση της LDL χοληστερόλης έως μία διάμεση τιμή 30 mg/dL, η οποία είναι σημαντικά χαμηλότερη από τους τρέχοντες στόχους, ενώ η τάξη μεγέθους της μείωσης του κινδύνου αυξανόταν όσο περισσότερο οι ασθενείς συνέχιζαν τη θεραπεία. Τα αποτελέσματα αυτά υποστηρίζουν την ανάγκη για μακροχρόνια, δραστική μείωση της LDL χοληστερόλης στους ασθενείς μας με καρδιαγγειακή νόσο».
Όταν προστέθηκε σε θεραπεία στατίνης, το evolocumab μείωσε την LDL-C από μία διάμεση τιμή 92 mg/dL στα 30 mg/dL, μία μείωση κατά 59% την εβδομάδα 48, η οποία διατηρήθηκε σε ολόκληρη τη διάρκεια της δοκιμής. Στις 48 εβδομάδες, η LDL-C είχε μειωθεί τουλάχιστον στα 25 mg/dL στο 42% των ασθενών που λάμβαναν θεραπεία με το evolocumab, σε σύγκριση με <0,1% στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου (p<0,001). Επίσης, η θεραπεία με το evolocumab είχε ευνοϊκές επιδράσεις σε άλλες λιπιδαιμικές παραμέτρους.
«Η εξέλιξη αυτή αλλάζει εντελώς το παιχνίδι για τους ασθενείς υψηλού κινδύνου. Παρά το ότι αυτοί οι ασθενείς αντιμετωπίζονταν με βέλτιστο τρόπο με τις πιο πρόσφατες θεραπείες, εξακολουθούσαν να διατρέχουν υψηλό κίνδυνο για την εμφάνιση ενός επιπρόσθετου καρδιακού επεισοδίου. Είναι αξιοσημείωτο το ότι βλέπουμε μία τόσο μεγάλη επίδραση στη μείωση των καρδιακών επεισοδίων, με δεδομένο ότι αυτός ο πληθυσμός ασθενών λάμβανε θεραπεία με το evolocumab μόνο για περίπου δύο έτη», δήλωσε ο Sean E. Harper, M.D., εκτελεστικός αντιπρόεδρος Έρευνας και Ανάπτυξης της Amgen. «Το απόλυτο όφελος θα είναι ακόμη μεγαλύτερο από εκείνο που παρατηρήσαμε στη δοκιμή εκβάσεων του evolocumab, καθώς το ποσοστό καρδιαγγειακών επεισοδίων στην κλινική πρακτική είναι περίπου 2-3 φορές υψηλότερο από αυτό που συνήθως αναφέρεται σε μία ενδελεχώς ελεγχόμενη δοκιμή εκβάσεων».
Το evolocumab αναπτύχθηκε από την επαναστατική εργασία των επιστημόνων της Amgen, μέσω της οποίας αποσαφηνίστηκε η αλληλεπίδραση της PCSK9 και του LDL υποδοχέα (LDLR), συμπεριλαμβανομένης της θέσης όπου ο LDLR προσδένεται στην PCSK9, και αναπτύχθηκαν αντισώματα που προσδένονται στην PCSK9 στη συγκεκριμένη θέση και εμποδίζουν την αλληλεπίδραση της PCSK9 με τον LDLR. Αυτά τα επιστημονικά βήματα προόδου οδήγησαν στην πνευματική ιδιοκτησία των αντισωμάτων κατά της PCSK9 που προστατεύει το evolocumab. Ένα εκτεταμένο πρόγραμμα κλινικών δοκιμών κατέδειξε στη συνέχεια την αποτελεσματικότητα του evolocumab ως προς τη μείωση της LDL-C, την υποστροφή της αθηροσκλήρωσης των στεφανιαίων αρτηριών και, επί του παρόντος πλέον, τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης μειζόνων ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών επεισοδίων.Από τη σύλληψή του, το πρόγραμμα έχει επιδείξει την ισχύ της επικύρωσης σε ανθρώπους ενός φαρμακευτικού στόχου που βασίζεται σε γνώσεις γενετικής, μία προσέγγιση που διαδραματίζει αυξανόμενα σημαντικό ρόλο σε ολόκληρο το χαρτοφυλάκιο θεραπευτικών προϊόντων της Amgen.
Δεν ταυτοποιήθηκαν νέα ζητήματα ασφαλείας σε αυτή τη μεγάλη κλινική δοκιμή με περίπου 60.000 ασθενο-έτη παρακολούθησης. Σε αυτά συμπεριλαμβανόταν η αξιολόγηση των ασθενών που πέτυχαν πολύ χαμηλά επίπεδα LDL-C. Πιο συγκεκριμένα, δεν υπήρξαν αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των σκελών θεραπείας ως προς το συνολικό ποσοστό ανεπιθύμητων συμβάντων, σοβαρών ανεπιθύμητων συμβάντων ή ανεπιθύμητων συμβάντων που οδήγησαν σε διακοπή της χορήγησης του φαρμάκου της μελέτης. Αντίστοιχα, τα ποσοστά κριθέντων περιστατικών νεοεμφανιζόμενου διαβήτη (evolocumab: 8,1%, εικονικό φάρμακο: 7,7%), μυϊκών ανεπιθύμητων συμβάντων (evolocumab: 5,0%, εικονικό φάρμακο: 4,8%), καταρράκτη (evolocumab: 1,7%, εικονικό φάρμακο: 1,8%), νευρογνωστικών ανεπιθύμητων συμβάντων (evolocumab: 1,6%, εικονικό φάρμακο: 1,5%) και αλλεργικών αντιδράσεων (evolocumab: 3,1%, εικονικό φάρμακο: 2,9%) ήταν παρόμοια μεταξύ των δύο σκελών. Οι αντιδράσεις στη θέση της ένεσης ήταν πιο συχνές με το evolocumab από ό,τι με το εικονικό φάρμακο (evolocumab: 2,1%, εικονικό φάρμακο: 1,6%). Στο σκέλος του evolocumab, ανιχνεύθηκαν νέα δεσμευτικά αντισώματα μετά την έναρξη της μελέτης σε 43 ασθενείς (0,3%), ενώ εξουδετερωτικά αντισώματα δεν ανιχνεύθηκαν καθόλου. Αναλυτικά αποτελέσματα από τη μελέτη γνωστικής λειτουργίας του evolocumab (EBBINGHAUS) παρουσιάστηκαν σε μία ξεχωριστή συνεδρίαση προσφάτως ολοκληρωθεισών κλινικών δοκιμών το Σάββατο 18 Μαρτίου, στις 9 π.μ. (ώρα Ανατολικών Πολιτειών Αμερικής).