Κάποιος έχει πει ότι ως απαρχή του πολιτισμού ορίζεται η στιγμή που, ενώ δύο άνθρωποι τσακώνονταν, ο ένας άφησε κάτω την πέτρα που κρατούσε για να την πετάξει στον άλλον και ανέπτυξε τα επιχειρήματά του. Μήπως όμως αυτό είναι το τέλος της βαρβαρότητας; Μήπως ο πολιτισμός αρχίζει από τότε που κάποιος κρυφοκοίταξε πίσω από μια ρωγμή της πραγματικότητας, είδε το κουκούτσι κάτω από τον φλοιό του προφανούς και έγραψε το πρώτο ποίημα; Από τότε που κάποιος για πρώτη φορά σκέφτηκε κάτι άλλο, αφού αυτός είναι, κατά τον Βίκτωρα Ουγκώ, ο ορισμός του ποιητή; Λέω εγώ τώρα με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρας Ποίησης.
«Είναι μικρές οι νύχτες μας εδώ και δεν χωράνε οι μεγάλες ιστορίες του Βορρά. Γι’ αυτό αναπτύξαμε την ποίηση» μου είπε κάποτε κάποιος. Θα μου επιτρέψει κι αυτός να τον αμφισβητήσω γιατί, ύστερα από τόσα χρόνια που «ματώσαμε» πάνω από τους στίχους, κατάλαβα ότι η ποίηση δεν επιδέχεται ερμηνεία. Σαν θρησκεία χωρίς την πίστη. Τυχαίο ή όχι, είναι συμβολικό ότι η ποίηση γιορτάζει την πρώτη μέρα της άνοιξης, όπως όλες οι μεγάλες γιορτές σε αυτόν τον τόπο συμπίπτουν με μία κορύφωση της φύσης. Κι όπως η άνοιξη, έτσι κι η ποίηση –γράφει ο Τίτος Πατρίκιος -, όταν πραγματικά την χρειάζεσαι, ακόμη κι αν δεν την ψάξεις, εκείνη σε βρίσκει : «…εκεί που προσπαθείς να περιστείλεις την ανασφάλειά σου / να μην παραδοθείς στην επιθυμία γι’ αναγνώριση / να συμμαζέψεις κάπως και την κρυφή σου έπαρση… / Εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση».