Πού έχουμε αφήσει τον δημόσιο διάλογο για τη Χρυσή Αυγή; Δεν υπήρξε κάποτε ένα μόρφωμα που έφτασε ώς τα πρόθυρα της κάθειρξης, αποτέλεσε απειλή για το δημοκρατικό τόξο και ταρακούνησε την κοιμισμένη μας συνείδηση για τον οικόσιτο φασισμό; Πιάνοντας το νήμα από εκεί που τ’ αφήσαμε φτάνουμε ώς τη σημερινή «συστηματοποίηση» –με όλα τα επικοινωνιακά έκτροπά της. Κυρίως, όμως, φτάσαμε στο μη περαιτέρω: το κατενάτσιο μεταξύ ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και βουλευτών της Χρυσής Αυγής, με εμβόλιμη την «καλή χημεία» του μορφώματος με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Φτάσαμε στη δίκη για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα η οποία συμπληρώνει περίπου δύο χρόνια, αλλά μοιάζει με μια δίκη όπως οι άλλες. Για εσωτερική κατανάλωση καφενειακής λογικής, όπως αυτή που εξέφρασε μόλις πρόσφατα ο Νότης Σφακιανάκης ανταποκρινόμενος στα κελεύσματα του μάρκετινγκ του λαϊκισμού.

Είναι κάποιες μέρες που περιμένουμε να μας ξεπλύνει μια σκέψη, ένα συναίσθημα ή μια εικόνα από τον βουβό θυμό για τους απαρνητές της ιστορικής μνήμης. Από το δάκρυ που συγκρατεί το κλάμα για την ηττημένη αθωότητά μας. Κι αυτή η εικόνα χθες ήταν η Πορεία Μνήμης στη Θεσσαλονίκη υπό τον τίτλο «Ποτέ ξανά: 74 χρόνια από την αναχώρηση του πρώτου συρμού για το στρατόπεδο Αουσβιτς – Μπίρκεναου». Οι συνειρμοί είναι ένα περίεργο παιχνίδι του μυαλού και φτάνουν ώς τη συγκλονιστική ποίηση του Πάουλ Τσέλαν:

Πλησίον είμαστε, Κύριε,

πλησίον και απτοί.

Ειλημμένοι, Κύριε, ήδη,

με νύχια μεταξύ μας γαντζωμένοι, σα να ‘τανε

το σώμα καθενός μας

σώμα σου, Κύριε.

Δεήσου, Κύριε,

δεήσου υπέρ ημών

είμαστε κοντά.

Σκεβροί από τον αέρα βαδίζαμε,

πηγαίναμε στη λακκούβα να σκύψουμε,

στη γούβα με το νερό.

Στην ποτίστρα πηγαίναμε, Κύριε.

Ηταν αίμα, ήταν,

αυτό που μέσα της έριξες, Κύριε.

Ελαμπε.

Στα μάτια την εικόνα σου μας εκτίναξε, Κύριε.

Μάτια και στόμα μένουν ορθάνοικτα και άδεια, Κύριε.

Ηπιαμε, Κύριε.

Το αίμα και την εικόνα που ήταν στο αίμα, Κύριε.

Δεήσου, Κύριε.

Είμαστε κοντά.