Η χθεσινή απόφαση του Eurogroup να επιβάλει τρόπον τινά απαγόρευση εξόδου από τις Βρυξέλλες στην ελληνική υπουργική τρόικα Τσακαλώτου, Χουλιαράκη, Αχτσιόγλου, μπορεί να είναι ασυνήθιστη και να ακούγεται περίεργα, δεν ήταν όμως κεραυνός εν αιθρία. Παράδοξο και περίεργο ήταν το ότι παρά τις συνήθεις ελληνικές καθυστερήσεις στο κλείσιμο της τρέχουσας αξιολόγησης, οι ιθύνοντες της ευρωζώνης συμπεριφέρθηκαν τους τελευταίους μήνες σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Επαναλάμβαναν μονότονα ότι τα πάντα είναι υπό έλεγχο, ότι η πρόοδος στις διαπραγματεύσεις της Αθήνας με τους δανειστές της είναι συνεχής και ότι οι οποίες καθυστερήσεις είναι άνευ σημασίας.
Αιφνιδίως όμως χθες τα πάντα κατέρρευσαν. Οι υπουργοί της ευρωζώνης κατέστησαν σαφές στους έλληνες συναδέλφους τους ότι άλλα περιθώρια χρονοτριβών δεν υπάρχουν και ότι αν δεν θέλουν να επαναληφθούν όσα συνέβησαν το 2015 (δηλαδή να βρεθεί η Ελλάδα με το ένα πόδι εκτός ευρώ) θα παραμείνουν στις Βρυξέλλες μέχρι νεωτέρας, δηλαδή μέχρι να πιστοποιήσουν οι εμπειρογνώμονες των δανειστών ότι η ελληνική κυβέρνηση υλοποιεί όσα δεσμεύθηκε ότι θα πράξει.
Χθες ελληνικές κυβερνητικές πηγές θέλοντας εμφανώς να ρίξουν τους τόνους βεβαίωναν ότι μέχρι μεθαύριο τα πάντα θα έχουν τελειώσει. Και αυτό διότι, όπως ανέφεραν, «έχει γίνει τεράστια δουλειά σε πολλά θέματα, όπως για παράδειγμα στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων και στον εξωδικαστικό συμβιβασμό που είναι κύρια στρατηγική της κυβέρνησης για να διαχειριστεί τα κόκκινα δάνεια και στο κλείσιμο του δημοσιονομικού κενού το 2018». Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, υπό συζήτηση βρίσκονται τα δημοσιονομικά περιθώρια μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, ενώ έχει επιτευχθεί πρόοδος σχετικά με τη συγκεκριμενοποίηση των λεγόμενων αντισταθμιστικών μέτρων.
Οσον αφορά τα εργασιακά, κυβερνητικοί παράγοντες εκτίμησαν ότι παρά τις μεγάλες διαφορές με το ΔΝΤ, υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης για να βρεθεί συμβιβασμός.
Τέλος, για την προνομοθέτηση μέτρων κυβερνητικές πηγές ανέφεραν ότι πρόκειται για ένα πακέτο μέτρων της τάξεως του 2% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 3,8 δισ. ευρώ (1,9 δισ. ευρώ από την πλευρά των εσόδων και 1,9 δισ. ευρώ από την πλευρά των δαπανών). «Το γεγονός ότι διαφωνούμε στο ύψος της μείωσης του ΕΝΦΙΑ είναι απόδειξη του πόσο μακριά έχουμε πάει σε αυτή τη συζήτηση» ανέφεραν οι ίδιες πηγές.