Ο κύβος ερρίφθη. Η Βρετανία θα ενεργοποιήσει στις 29 Μαρτίου το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας για την αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από την πλευρά της, δηλώνει πανέτοιμη να εκκινήσει τις διαπραγματεύσεις για το Brexit. Η Τερίζα Μέι, πάντως, δεν θα ταξιδέψει ούτε στη Ρώμη για την επετειακή Σύνοδο Κορυφής που θα φιλοξενηθεί στις 25 Μαρτίου στην Αιώνια Πόλη. Ερωτηθείς γιατί η βρετανίδα πρωθυπουργός δεν θα συμμετάσχει στη Σύνοδο, ο εκπρόσωπός της τα είπε όλα: «Οι 27 της ΕΕ κινούνται προς μία κατεύθυνση, οι Βρετανοί αποφάσισαν να κινηθούν προς μία άλλη».
Είναι γεγονός ότι το Brexit αλλάζει τα πάντα –και όχι μόνο τις κατευθύνσεις. Το προσεχές διάστημα η Τερίζα Μέι θα κληθεί να δώσει δύο σκληρές –και με απρόβλεπτη κατάληξη –μάχες: η πρώτη έχει ως διακύβευμα τη διάρρηξη μιας Ενωσης (της Ευρωπαϊκής) και η δεύτερη τη διαφύλαξη μιας άλλης (του Ηνωμένου Βασιλείου).
Η αιφνιδιαστική κίνηση της Νίκολα Στέρτζον να ζητήσει επισήμως νέο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας πολλαπλασίασε την αβεβαιότητα και την πολυπλοκότητα του Brexit. Σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό, η Μέι θα ζητούσε την ενεργοποίηση του άρθρου 50 από την περασμένη Τρίτη, αλλά η ανακοίνωση της σκωτσέζας πρωθυπουργού χάλασε τα σχέδια του Oυέστμινστερ. Αυτή η δεκαπενθήμερη καθυστέρηση μεταθέτει χρονικά και τη Σύνοδο Κορυφής που θα ακολουθήσει την έναρξη της διαδικασίας του Brexit. Κι αυτό διότι οι Βρυξέλλες χρειάζονται περίπου τέσσερις έως έξι εβδομάδες για να προετοιμαστούν για τη Σύνοδο Κορυφής στην οποία θα συζητηθεί το Brexit. Με δεδομένο ότι η Μέι θα στείλει την επιστολή για το άρθρο 50 στις 29 Μαρτίου, η Σύνοδος αναμένεται να συγκληθεί στα τέλη Απριλίου ή μέσα στον Μάιο. Μάλιστα, ορισμένοι ευρωπαίοι διπλωμάτες τοποθετούν την έναρξη των διαπραγματεύσεων στις αρχές Ιουνίου. Αυτό σημαίνει ότι η περίοδος των συνομιλιών θα είναι σημαντικά μικρότερη από ό,τι υπολογιζόταν, δεδομένου ότι ο χρόνος των δύο ετών αρχίζει να μετρά αντίστροφα από την ημέρα που η Βρετανία ενεργοποιήσει το άρθρο 50. Σύμφωνα με την Κομισιόν, η διαπραγμάτευση μπορεί να κρατήσει το πολύ 18 μήνες, καθώς το τελευταίο εξάμηνο θα αναλωθεί στην κύρωση της όποιας συμφωνίας από τη βρετανική Βουλή, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωκοινοβούλιο.
Θα προλάβει η Βρετανία να διαπραγματευθεί στο σύντομο αυτό διάστημα τους όρους της αποχώρησής της και τη μελλοντική εμπορική συμφωνία που επιδιώκει να συνάψει με την ΕΕ; Η Ντάουνινγκ Στριτ απαντά θετικά. Αντιθέτως, κάποιοι άλλοι δεν ατενίζουν το μέλλον με την ίδια αισιοδοξία. «Ο δρόμος είναι ανοιχτός για την Τερίζα Μέι να βυθίσει τη χώρα σε ένα αυτοκαταστροφικό ταξίδι προς το άγνωστο. Αυτή θα είναι η κληρονομιά της, ότι ρισκάρισε την καταστροφή της οικονομίας και του Ηνωμένου Βασιλείου» έγραψε η Πόλι Τόινμπι στην «Γκάρντιαν». Η ίδια εφημερίδα κάλεσε –μεταξύ σοβαρού και αστείου –τους αναγνώστες της να απολαύσουν τα οφέλη της ΕΕ, μεταξύ άλλων να… μετακομίσουν σε κάποιο ελληνικό νησί, όσο ακόμη προλαβαίνουν.
Χωρίς εναλλακτικό σχέδιο. Το μέλλον της βρετανικής οικονομίας στη μετά Brexit εποχή, ιδίως στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία με τις Βρυξέλλες, είναι δυσοίωνο. Μέχρι πρότινος, η Μέι και οι υπουργοί της επαναλάμβαναν ότι η Βρετανία θα ανθήσει εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Για πρώτη φορά, μέλος της κυβέρνησης παραδέχεται τώρα ότι κανείς δεν ξέρει αν η οικονομία θα αντέξει τους κλυδωνισμούς μιας «κακής» εξόδου.
Ερωτηθείσα από «ΤΑ ΝΕΑ» αν θεωρεί ότι δεν θα υπάρξει οικονομική ζημιά στην περίπτωση ενός «σκληρού» Brexit, η υφυπουργός Οικονομικών Λούσι Νέβιλ-Ρολφ ήταν αφοπλιστικά ειλικρινής. «Η απάντηση είναι “δεν ξέρουμε”. Επί του παρόντος τηρούμε στάση αναμονής. Δεν γνωρίζουμε τι θα συμβεί. Πολλά εξαρτώνται από το πού θα καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις για το Brexit».
Το Γραφείο Ευθύνης Προϋπολογισμού της Βρετανίας έκανε πρόσφατα λόγο για «μεγάλη αβεβαιότητα» ενόψει του Brexit. «Προσπαθούμε να διατηρήσουμε μια ευελιξία, διότι δεν ξέρουμε τι ακριβώς πρόκειται να γίνει. Υπάρχει πράγματι αβεβαιότητα, αλλά πρέπει να μάθουμε να τη διαχειριζόμαστε. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να χτίσουμε μια υγιή οικονομία με ισχυρά θεμέλια. Πάντως, έχουμε κάποια περιθώρια ελιγμών, ώστε αν χρειαστεί να επενδύσουμε περισσότερα στην οικονομία, να είμαστε σε θέση να το κάνουμε» είπε στα «ΝΕΑ» η βαρόνη Νέβιλ-Ρολφ, μιλώντας στο πλαίσιο ενημερωτικής συνάντησης που είχε με ανταποκριτές ξένου Τύπου στο Λονδίνο.
«Αυτή τη στιγμή επικεντρωνόμαστε στην προσπάθεια να πετύχουμε καλές συμφωνίες με τους φίλους μας στην ΕΕ αλλά και διεθνώς. Θέλουμε να εξασφαλίσουμε μια συνολική εμπορική σχέση με την ΕΕ, ώστε οι βρετανικές επιχειρήσεις να εξακολουθήσουν να έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στην ενιαία αγορά. Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε μια αληθινά παγκόσμια Βρετανία» πρόσθεσε η υφυπουργός Οικονομικών, αρμόδια για τα χρηματοοικονομικά θέματα του Brexit.
Τι θα γίνει όμως αν οι συνομιλίες με τις Βρυξέλλες βαλτώσουν και το Λονδίνο εγκαταλείψει την ΕΕ χωρίς εμπορική συμφωνία; Την περασμένη εβδομάδα η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της βρετανικής Βουλής κατηγόρησε την Τερίζα Μέι ότι θέτει σε κίνδυνο το εθνικό συμφέρον διότι δεν έχει προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο να τερματιστούν οι διαπραγματεύσεις χωρίς να έχει επιτευχθεί συμφωνία, κάτι που θα είχε εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας.
Την Τετάρτη ο υπουργός Brexit επιβεβαίωσε (άθελά του;) τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η κυβέρνηση δεν έχει plan B. Μιλώντας στη Βουλή, ο Ντέιβιντ Ντέιβις παραδέχθηκε ότι δεν έχουν μελετηθεί οι πιθανές οικονομικές επιπτώσεις μιας «κακής» εξόδου από την ΕΕ. «Δεν μπορώ ακόμη να το ποσοτικοποιήσω με λεπτομέρεια. Ισως να είμαι σε θέση να το κάνω σε περίπου έναν χρόνο» είπε ο υπουργός, προσθέτοντας ότι έχει ενημερώσει το υπουργικό συμβούλιο ότι πρέπει να καταρτιστούν σχέδια έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά. Επιπλέον, επιβεβαίωσε αυτό που φοβούνται το Σίτι του Λονδίνου και ο επιχειρηματικός κόσμος: ότι αν δεν υπάρξει εμπορική συμφωνία, οι βρετανικές επιχειρήσεις θα βρεθούν αντιμέτωπες με υπέρογκους δασμούς και άλλα εμπόδια και οι εταιρείες του χρηματοπιστωτικού κλάδου θα αποκλειστούν από την ευρωπαϊκή αγορά.
«Μπαίνουμε σε αυτές τις διαπραγματεύσεις με πρόθεση να συνάψουμε μια φιλόδοξη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Πιστεύουμε ότι μπορούμε να καταλήξουμε σε μια συμφωνία που θα είναι προς το συμφέρον τόσο της Βρετανίας όσο και των υπόλοιπων κρατών-μελών και θα επιτρέπει και στις δύο πλευρές να εξακολουθούν να ακμάζουν» δήλωσε στα «ΝΕΑ» ο εκπρόσωπος της Τερίζα Μέι.
Οταν όμως τον ρώτησα αν υπάρχει σχέδιο έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση που ναυαγήσουν οι συνομιλίες, αρκέστηκε να απαντήσει ότι «έχει τεθεί υπόψη του υπουργικού συμβουλίου πως η κυβέρνηση πρέπει να προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο να μην υπάρξει συμφωνία», αποφεύγοντας να ξεκαθαρίσει αν οι προετοιμασίες έχουν ήδη αρχίσει. Λίγο αργότερα, δεχόμενος βροχή ερωτήσεων επί του θέματος, υποστήριξε ότι «οι προετοιμασίες είναι σε εξέλιξη».
Για το ζήτημα αυτό υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες στο υπουργικό συμβούλιο. Η Μέι υποστηρίζει ότι «το να μην υπάρξει συμφωνία είναι καλύτερο από μια κακή συμφωνία», ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον είπε πρόσφατα ότι ακόμη και χωρίς συμφωνία η οικονομία «θα είναι μια χαρά». Ωστόσο, ο υπουργός Διεθνούς Εμπορίου Λίαμ Φοξ εκτιμά ότι μια τέτοια εξέλιξη θα είναι επιζήμια τόσο για την ΕΕ όσο και για τη Βρετανία. Επιπλέον, ο δήμαρχος του Λονδίνου Σαντίκ Καν προειδοποίησε ότι οι επιχειρήσεις του χρηματοοικονομικού τομέα ενδέχεται να δρομολογήσουν άμεσα τα σχέδιά τους να εγκαταλείψουν τη Βρετανία, αν δεν λάβουν διαβεβαιώσεις ότι θα συνεχιστεί η πρόσβασή τους στην ενιαία αγορά.
Είναι γεγονός ότι, μέχρι σήμερα, οι δυσοίωνες προβλέψεις για οικονομική καταστροφή αμέσως μετά το δημοψήφισμα δεν έχουν επαληθευτεί. Οι καταναλωτές συνέχισαν να ξοδεύουν και βοήθησαν στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,8% το 2016, ταχύτερα από όλες τις υπόλοιπες οικονομίες του G7, πλην της Γερμανίας. Μάλιστα, η Τράπεζα της Αγγλίας διόρθωσε τις προβλέψεις της για τον ρυθμό ανάπτυξης το 2017 στο 2% από 1,4%. Ωστόσο, η οικονομία της Βρετανίας είναι πιθανό να αισθανθεί τον πόνο του Brexit τα επόμενα χρόνια. Το Γραφείο Ευθύνης Προϋπολογισμού προβλέπει ότι η ανάπτυξη το 2018 θα είναι πιο αργή από ό,τι αναμενόταν. Η Τράπεζα της Αγγλίας εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα αγγίξει το 2,7% στις αρχές του 2018, ενώ το Εθνικό Ινστιτούτο Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (NIESR) κάνει ακόμη πιο δυσοίωνες προβλέψεις: ο πληθωρισμός, λέει, θα φτάσει στο 3,7% στο τέλος του 2017.