Η πρόσφατη συζήτηση για την κληρονομιά της δεκαετίας του ’80 έφερε στο φως πολλές από τις παθογένειες που οδήγησαν στη σημερινή κρίση. Ηταν η κυριαρχία του αριστερόστροφου λαϊκισμού, ο κομματισμός στη λειτουργία του κράτους και στη Δημόσια Διοίκηση και ένα καταναλωτικό μοντέλο πάνω και πέρα από τις αντοχές της οικονομίας και των νοικοκυριών.
Ιδιαίτερα, όμως, στους νευραλγικούς τομείς της Δημόσιας Διοίκησης και της παιδείας ο λαϊκισμός της δεκαετίας του ’80 είχε καταστροφικά αποτελέσματα.
Το κράτος μετατράπηκε στον σίγουρο εργοδότη αλλά και στο εργαλείο ικανοποίησης των πάσης φύσεως αιτημάτων. Η προσέλκυση ψηφοφόρων μέσα από την παροχή κρατικών θέσεων έγινε αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής διαδικασίας. Και συνέτεινε στη διόγκωση και λειτουργία του κρατικού μηχανισμού με κομματικά και όχι αξιοκρατικά κριτήρια. Ο κρατικός μηχανισμός, αντί να γίνει φορέας οικονομικής ανάπτυξης και θεσμικού εκσυγχρονισμού, έγινε ο τρύγος των πολιτών-πελατών. Η κομματική κατάληψη της κρατικής μηχανής δημιούργησε μια κουλτούρα κομματικής χειραγώγησης της Δημόσιας Διοίκησης.
Ο θεσμός του γενικού διευθυντή αντικαταστάθηκε από τον γενικό γραμματέα, που ήταν κομματικό στέλεχος. Η σαρωτική αντικατάσταση των γενικών γραμματέων, ύστερα από κάθε εκλογική αναμέτρηση, και η μεταφορά του σχεδιασμού και της υλοποίησης πολιτικής σε κομματικούς μετακλητούς υπαλλήλους δημιούργησαν μια κουλτούρα κομματισμού και αδιαφάνειας στη Δημόσια Διοίκηση. Οδήγησαν στην αδράνεια της γραφειοκρατίας και σε θεσμική ασυνέχεια. Η παντελής έλλειψη αξιολόγησης και ελέγχου έπληξε την αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης. Το ίδιο και η απουσία κινήτρων και κυρώσεων. Αυτές οι παθογένειες επιδεινώθηκαν με την ψήφιση του Ενιαίου Μισθολογίου το 1984 και του Ενιαίου Βαθμολογίου το 1986.
Ο μισθός των υπαλλήλων αποσυνδέθηκε από την απόδοσή τους και ο βαθμός από τη θέση ευθύνης τους.
Η αποστολή της Δημόσιας Διοίκησης αποσυνδέθηκε από την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και η λειτουργία της από ορθολογικά και αξιοκρατικά κριτήρια. Μοιραία, ο κρατικός μηχανισμός μετατράπηκε σε όχημα προώθησης συντεχνιακών και κομματικών συμφερόντων και σε θερμοκήπιο της διαφθοράς και της διαπλοκής. Η μεγαλύτερη αύξηση των δημοσίων υπαλλήλων παρατηρήθηκε τη δεκαετία 1981-1991. Τη δεκαετία αυτή η δημόσια απασχόληση αυξήθηκε κατά 42%.
Στον τομέα της παιδείας, με την κατάργηση των επιθεωρητών εκπαίδευσης αλλά και των προτύπων σχολείων, καταργήθηκε κάθε έννοια αξιολόγησης και αριστείας. Το εκπαιδευτικό σύστημα μπολιάστηκε με τη νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας και ενός βίαιου ισοπεδωτικού εξισωτισμού. Στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση ο κομματισμός και η συμμετοχή των φοιτητών στις εκλογές διοικητικών οργάνων έφεραν μια κουλτούρα διαφθοράς και συναλλαγής. Το φοιτητικό κίνημα αποπολιτικοποιήθηκε και μετατράπηκε σε συντεχνία.
Ολα αυτά, σε συνδυασμό με τη συνεχή αναβολή αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών και σε άλλους κρίσιμους τομείς, όπως το Ασφαλιστικό, συνέτειναν στην αδιέξοδη πορεία της χώρας.
Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής πανεπιστημίου και πρώην υπουργός