Το πλάνο είχε ντύσει ένα ρεπορτάζ της τηλεόρασης την εποχή του Βατοπεδίου: η εμπλεκόμενη σύζυγος τού τότε εξέχοντος υπουργού έβγαινε από το κάμπριο αυτοκίνητό της στο γκαράζ υποδεικνύοντας με ένα ανεπαίσθητο νεύμα στον αστυνομικό που τη συνόδευε να πάρει κάτι από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Ο αστυνομικός υπάκουσε –ήταν κάνα δυο χάρτινες σακούλες καταστημάτων. Και είναι μια εικόνα που άξιζε να κρατήσει κανείς ως εμβληματική φωτογραφία μιας εποχής.
Να έχει στο μυαλό της αυτό το ενσταντανέ η οικογένεια της εμπλεκόμενης συζύγου όταν, με αφορμή την απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου για την υπόθεση του Βατοπεδίου, δηλώνει ότι «με αυτό το αίσθημα δικαίωσης επιστρέφει στην κανονικότητα της ζωής που της στέρησαν τόσο άδικα όλα αυτά τα χρόνια»; Αυτή είναι η κανονικότητα που έχει στερηθεί όχι μόνο η δυστυχής οικογένεια, αλλά κι ένα σύστημα εξουσίας που κυβερνούσε τότε, καθώς και μια κοινωνία εθισμένη στο εύκολα δανεισμένο χρήμα; Είναι αυτή η ψευδαίσθηση ισχύος η χαμένη κανονικότητα στην οποία αναφέρεται η οικογένεια και έκανε ακόμη και έναν πρώην πρωθυπουργό να σπάσει την πολυθρύλητη σιωπή του;
Πώς το λέει ο Τολστόι στην «Αννα Καρένινα»; Ολες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους, κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο. Ισχύει και για τις χώρες. Κι ο τρόπος αυτής της χώρας να δυστυχεί είναι να νοσταλγεί ένα εξωραϊσμένο παρελθόν. Να επιθυμεί έναν χαμένο παράδεισο συντροφιά με αστυνομικούς που κουβαλάνε σακούλες καταστημάτων και μεσίτες μοναχούς του Αγίου Ορους. Ηταν μια ευτυχισμένη χώρα που προσέφερε γέλιο. Και τώρα, δυστυχής, ολοφύρεται για τη χαμένη της κανονικότητα.