Στο σχολείο, θυμάμαι, ο δάσκαλος τιμωρούσε εκείνον που αντέγραφε, είτε τον έπιανε στα πράσα είτε όχι. Ακόμη κι όταν ο αντιγραφέας άλλαζε λίγο τις απαντήσεις για να κρύψει την πράξη του, ο δάσκαλος με την εμπειρία του το καταλάβαινε. «Μα γιατί μου μηδενίζετε την κόλλα;», αναρωτιόταν ο μαθητής. «Γιατί αντέγραψες» του απαντούσε ο δάσκαλος. «Μα δεν είναι ίδιες οι απαντήσεις», ανταπαντούσε, «δείτε το γραπτό μου, κάντε τις συγκρίσεις», επέμενε ο «κλέφτης». «Ακόμα χειρότερα», συνέχιζε ο δάσκαλος. «Και αντέγραψες και θέλεις να με κοροϊδέψεις. Λες και δεν είναι ξεκάθαρη η αντιγραφή. Λες και δεν φαίνεται ποιος ξέρει και ποιος δεν ξέρει».
Αντιγράφοντας, αλλάζοντας μια λέξη έστω σε ένα κείμενο, το νόημα δεν είναι πια το ίδιο, χάνεται. Αν δε η αντιγραφή αφορά στα μαθηματικά, αρκεί η αλλαγή ενός και μόνο προσήμου για να οδηγηθεί ο μαθητής σε λάθος αποτέλεσμα. Και στις αριθμητικές πράξεις δεν υπάρχει το «ολίγον σωστό»…
Κακά τα ψέματα. Ποτέ κανένα αντίγραφο σε οποιονδήποτε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, σε κανένα καταναλωτικό αντικείμενο, σε κανένα κείμενο, σε καμιά εφημερίδα, δεν απέδωσε. Γιατί ποτέ το αντίγραφο δεν μπορεί να κερδίσει το πρωτότυπο, να το ανταγωνιστεί και να πετύχει. Γιατί του λείπει ο πραγματικός λόγος για τον οποίο φτιάχτηκε, η μαγιά, η πρώτη ύλη, η φαντασία, το πάθος, ο στόχος, η γενεσιουργός ιδέα. Ακόμα κι αν κλέψεις ορισμένα από τα υλικά του, η συνταγή στο τέλος θα «κόψει», σαν τη μαγιονέζα.
Οπότε ούτε ο καταναλωτής ούτε ο αναγνώστης ή ο θεατής θα το προτιμήσουν. Κι αν το δοκιμάσουν, απλώς θα συνειδητοποιήσουν την αξία του πρωτοτύπου που βρίσκεται δίπλα.
Είμαι βέβαιη ότι πολλοί θα ήθελαν να μετατρέψουν το κανάλι τους σε BBC, τo περιοδικό τους σε «TIME», τις εφημερίδες τους σε «ΝΕΑ» ή «ΒHMA». Οπως είμαι σίγουρη ότι ουκ ολίγοι θα το επιχείρησαν. Χωρίς αποτέλεσμα.