Στα ογκώδη πολιτικά απομνημονεύματά του που κυκλοφόρησαν υπό τον τίτλο «Ενα ταξίδι», ο Τόνι Μπλερ αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην ιστορική συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής το 1998. Με μια καλή δόση βρετανικού χιούμορ ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας περιγράφει την επαφή του με έναν μάλλον σουρεαλιστικό κόσμο, όπου έπρεπε να καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες για να αντιληφθεί τον τρόπο σκέψης των ιδιόρρυθμων κατοίκων του αν ήθελε να μην τιναχθούν οι διαπραγματεύσεις στον αέρα.
Επικεφαλής των διαπραγματευτών από τη Βόρεια Ιρλανδία ήταν ο Μάρτιν ΜακΓκίνες. Αυτός ήταν ο άνθρωπος που έκανε τη ζωή του Μπλερ δύσκολη προτού του προσφέρει στο πιάτο μια μεγάλη επιτυχία στην αρχή της πρωθυπουργικής του θητείας. Από εκείνες τις διαπραγματεύσεις, όμως, δεν βγήκε κερδισμένος μόνο ο Μπλερ. Οταν έσφιξαν τα χέρια, ο Μάρτιν ΜακΓκίνες δεν ήταν πλέον ένα πρώην ηγετικό στέλεχος του IRA αλλά ένας πολιτικός που είχε εργαστεί σκληρά για την ειρήνη στο πολύπαθο Ολστερ. Η συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής ήταν η κολυμβήθρα του Σιλωάμ για ένα παρελθόν που όλο και λιγότεροι πια έβλεπαν ως ηρωικό. Η εποχή του Μπόμπι Σαντς είχε παρέλθει, ο IRA είχε χάσει προ πολλού την αίγλη του, ένας αγώνας ανεξαρτησίας βουτηγμένος στο αίμα αμάχων δεν συγκινούσε κανέναν, το ιδεολογικό φλερτ με τον μαρξισμό είχε αρχίσει να ξενίζει από την επομένη της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου.
Ο Μάρτιν ΜακΓκίνες είχε ζήσει την ηρωική εποχή του IRA και μεγάλωσε μαθαίνοντας να μισεί τον άγγλο κατακτητή. Οι Αγγλοι καταλάμβαναν τον μισό εγκέφαλο ενός παιδιού που είχε γεννηθεί στο Ντέρι εκείνη την εποχή. Ο άλλος μισός ήταν αφιερωμένος στο γαελικό ποδόσφαιρο, μια ιρλανδική παραλλαγή του πιο δημοφιλούς αθλήματος του πλανήτη. Το σπίτι των ΜακΓκίνες δεν απείχε ούτε πενήντα μέτρα από το Σέλτικ Παρκ, την ιστορική έδρα της τοπικής ομάδας. Ο νεαρός Μάρτιν έπαιξε πολύ gaelic football και hurling, το άλλο σπορ κελτικής καταγωγής με το οποίο ξετρελαίνονται οι Ιρλανδοί, προτού πάρει τον δρόμο για τον IRA στα 17 του χρόνια.
Η σημαδιακή ημερομηνία στη ζωή του ήταν η 30ή Ιανουαρίου 1972. Ο Μάρτιν ήταν τότε 22 χρονών και Νο 2 του IRA στο Ντέρι. Την ημέρα εκείνη διοργανώθηκε στην πόλη του συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Οι άγγλοι στρατιώτες άνοιξαν απροειδοποίητα πυρ. Δεκατέσσερις διαδηλωτές, εκ των οποίων οι έξι ανήλικοι, άφησαν την τελευταία τους πνοή στον δρόμο. Πέντε από τα θύματα είχαν πυροβοληθεί στην πλάτη. Θα έπρεπε να περάσουν 38 χρόνια για να χυθεί φως στην υπόθεση της Ματωμένης Κυριακής έπειτα από επίπονη έρευνα του δικαστή λόρδου Σέβιλ. Και ο Μάρτιν ΜακΓκίνες; Τι έκανε εκείνη την ημέρα; Σύμφωνα με μια μαρτυρία, μοίραζε βόμβες στους νεολαίους του IRA. Στην έκθεσή του ο λόρδος Σέβιλ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παρά την εμπλοκή του σε παραστρατιωτικές δραστηριότητες και παρά το γεγονός ότι την ημέρα εκείνη ήταν οπλισμένος με ημιαυτόματο Τόμσον, «δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο Μάρτιν ΜακΓκίνες ενεπλάκη σε οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να αποτελέσει δικαιολογία για κάποιον στρατιώτη να ανοίξει πυρ».
Δεν είναι γνωστό τι ακριβώς έκανε τον Μάρτιν ΜακΓκίνες να παρατήσει τα όπλα. Μπορεί να ήταν η διορατικότητα ενός έξυπνου Βορειοϊρλανδού που έβλεπε ότι το παιχνίδι εκτός πολιτικής ήταν χαμένο. Μπορεί να ήταν ο φόβος ότι οι έξι μήνες στη φυλακή θα γίνονταν την επόμενη φορά έξι χρόνια. Μπορεί να ήταν ο συνδυασμός των δύο. Σε κάθε περίπτωση, ο Μάρτιν ΜακΓκίνες άρχισε να καθαρίζει το όνομά του από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά. Το παρελθόν στην παρανομία αφήνει πάντοτε σκιές. Οι Ενωτικοί δεν έπαψαν να χαρακτηρίζουν τον ΜακΓκίνες «νονό των νονών του IRA». Πολλοί πιστεύουν ότι ο άνθρωπος που διεκδίκησε πριν από λίγα χρόνια την προεδρία της Βόρειας Ιρλανδίας είχε σχέση με πολλά περισσότερα από αυτά που έχουν λερώσει το ποινικό του μητρώο. Τον Αύγουστο του 1993 ένα ντοκιμαντέρ παρουσίαζε μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες ο ΜακΓκίνες εξακολουθούσε να έχει ενεργό ανάμειξη στις δραστηριότητες του IRA. Αυτή ήταν η μία πλευρά του φεγγαριού. Στην άλλη πλευρά, υποτίθεται ότι ο ΜακΓκίνες είχε αποκαταστήσει έναν μυστικό δίαυλο επικοινωνίας με τη βρετανική αντικατασκοπία από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.