Μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στη σύγχρονη ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας, ο Μάρτιν ΜακΓκίνες, ήταν διοικητής του Iρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA) μέχρις ότου αποφάσισε να παραδώσει τα όπλα και να γίνει από τους αρχιτέκτονες της ειρήνης. Πέθανε χθες, σε ηλικία 66 ετών, από χρόνια καρδιακή νόσο, προκαλώντας αντιδράσεις εχθρών και φίλων.
Υπήρξε το πρόσωπο που συμβόλιζε για πολλούς κάποιες από τις χειρότερες στιγμές της αιματοχυσίας τριών δεκαετιών, που είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν περισσότερα από 3.600 άτομα, και παρέμεινε μέχρι τελευταία στιγμή μισητός για πολλούς φιλοβρετανούς προτεστάντες της Βόρειας Ιρλανδίας. Ομως κέρδισε τον σεβασμό και πολλών άλλων, τόσο στη Βρετανία όσο και στην Ιρλανδία, όταν αποφάσισε να αγκαλιάσει τους αντιπάλους του για να εδραιώσει την ειρηνευτική συμφωνία του 1998, η οποία επέτρεψε στη Βόρεια Ιρλανδία να επιστρέψει σταδιακά σε φυσιολογικούς ρυθμούς.
«Παρότι δεν θα μπορέσω να αποδεχθώ ποτέ το μονοπάτι που ακολούθησε στην αρχή της ζωή του», δήλωσε η βρετανή πρωθυπουργός Τερίζα Μέι, «ο Μάρτιν ΜακΓκίνες έπαιξε τελικά καθορικό ρόλο στο να οδηγήσει το ρεπουμπλικανικό κίνημα μακριά από τη βία. Ετσι είχε μια ουσιαστική και ιστορική συμβολή στο εξαιρετικό ταξίδι της Βόρειας Ιρλανδίας από τις συγκρούσεις στην ειρήνη».
Κανείς άλλος δεν εκπροσωπούσε όπως ο ΜακΓκίνες τις εξελίξεις στη Βόρεια Ιρλανδία. Ηταν ο μπαρουτοκαπνισμένος ηγέτης του IRA που έζησε τη φρίκη της Ματωμένης Κυριακής –όταν 14 διαδηλωτές σκοτώθηκαν από στρατιώτες κατά τη διάρκεια διαδήλωσης –και εξελίχθηκε σε θεσμικό πολιτικό. Ηταν ο οπαδός της δημοκρατίας που κατέληξε να ασκεί τη βρετανική εξουσία στην κυβέρνηση συνεργασίας του Μπέλφαστ και μάλιστα αντάλλαξε χειραψία με τη βασίλισσα.
Ο ΜακΓκίνες ήταν παρών στο ξέσπασμα της σύγκρουσης στη Βόρεια Ιρλανδία, ως 20χρονος διοικητής του IRA που πολεμούσε τον βρετανικό στρατό στους δρόμους της πόλης του, του Λοντοντέρι, εκ μέρους μιας κοινότητας που, όπως υποστηρίζει, στερούνταν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Κατά την παιδική του ηλικία βίωσε, όπως έλεγε, την απαξία της προτεσταντικής κυβέρνησης για την καθολική ιρλανδική μειονότητα που ονειρευόταν την ένωση με την Ιρλανδία. Παράτησε τη δουλειά του ως μαθητευόμενος χασάπης για να ενταχθεί στον IRA, στα πρώτα βήματα της εξτρεμιστικής οργάνωσης κατά της βρετανικής κυριαρχίας. Γρήγορα ανέβηκε εντός της ιεραρχίας της οργάνωσης.
Το 1973 η αστυνομία κάνει μπλόκο και στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου που οδηγεί ο νεαρός Μάρτιν βρίσκει 113 κιλά εκρηκτικών και 5.000 σφαίρες. Καταδικάζεται σε έξι μήνες φυλάκιση. Αργότερα έχει άλλη μια καταδίκη και κάπου εκεί αρχίζει να διασχίζει τη γραμμή που χωρίζει τον ένοπλο αγώνα από την πολιτική διεκδίκηση.
«Ο Μάρτιν ΜακΓκίνες δεν πήγε ποτέ στον πόλεμο. Ο πόλεμος ήρθε στον δρόμο όπου ζούσε, στην πόλη του, στην κοινότητά του» δήλωσε ο στενός του φίλος και συνεργάτης Τζέρι Ανταμς, πρόεδρος του Σιν Φέιν, της πολιτικής έκφρασης του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού. «Ο Μάρτιν ηγήθηκε του IRA όταν υπήρχε πόλεμος, αλλά ηγήθηκε του IRA και στην ειρήνη». Πρόσθεσε ότι «σε όλη τη διάρκεια της ζωής του επέδειξε μεγάλη αποφασιστικότητα, αξιοπρέπεια και ταπεινότητα –χαρακτηριστικά που παρέμειναν αναλλοίωτα και όσο ήταν άρρωστος».
Ο ΜακΓκίνες επέμεινε πως παραιτήθηκε οριστικά από τον IRA το 1974. Κατά τη δεκαετία του ’80 αναδείχθηκε πλάι στον Τζέρι Ανταμς ως κεντρικός διαμορφωτής της παράταξης Σιν Φέιν. Εξελέγη για πρώτη φορά το 1982, παίζοντας κεντρικό ρόλο στον έλεγχο των εξτρεμιστών του IRA. Μετά και τη δεύτερη κατάπαυση πυρός το 1997, έγινε ο βασικός διαπραγματευτής στις ειρηνευτικές συνομιλίες που οδήγησαν τελικά στη συμφωνία – ορόσημο του 1997, γνωστή ως συμφωνία ειρήνης της Μεγάλης Παρασκευής. Το 2007 έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Βόρειας Ιρλανδίας.
Ανθρωπος – επί πέντε δεκαετίες συγκρούσεων και ειρήνης στην επαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου, ο ΜακΓκίνες είχε ανακοινώσει στις 19 Ιανουαρίου ότι αποσύρεται από την πολιτική και ότι δεν θα οδηγούσε το κόμμα του στις επόμενες εκλογές. Οπως είχε δηλώσει, η ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε και η πολιτική κρίση που προκλήθηκε από την παραίτησή του από τη θέση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης στις αρχές Ιανουαρίου τον ανάγκασαν να παραιτηθεί κάποιους μήνες νωρίτερα από τον αρχικό προγραμματισμό του.