«Ο πόλεμός μου έληξε. Η δουλειά μου ως πολιτικού ηγέτη είναι να αποτρέπω αυτόν τον πόλεμο και την υποστηρίζω με πολύ πάθος». Αυτή ήταν μία από τις τελευταίες δηλώσεις του Μάρτιν ΜακΓκίνες, του πρώην πρώτου αντιπροέδρου της κυβέρνησης της Βόρειας Ιρλανδίας και πρώην αρχηγικού στελέχους του IRA, ο οποίος πέθανε την Τρίτη σε ηλικία 66 ετών.
Ανθρωπος-κλειδί επί πέντε δεκαετίες συγκρούσεων και ειρήνης στην επαρχία αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου, ο ΜακΓκίνες είχε ανακοινώσει στις 19 Ιανουαρίου ότι αποσύρεται από την πολιτική και ότι δεν θα οδηγούσε το κόμμα του στις εκλογές του Μαρτίου. Οπως είχε δηλώσει η ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε και η πολιτική κρίση που προκλήθηκε από την παραίτησή του από τη θέση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης τον Ιανουάριο, τον ανάγκασαν να παραιτηθεί κάποιους μήνες νωρίτερα από τον αρχικό προγραμματισμό του.
Ο Τζέιμς Μάρτιν Πατσέλι ΜακΓκίνες γεννήθηκε το 1950 σε μια μεγάλη οικογένεια – το τρίτο όνομά του δόθηκε προς τιμήν του πάπα Πίου του XII – στο Λοντοντερι της Βόρειας Ιρλανδίας. Ασχολήθηκε με το κίνημα υπεράσπισης των πολιτικών δικαιωμάτων από έφηβος και εντάχθηκε στο Σιν Φέιν – που σήμερα είναι το κυριότερο Καθολικό ρεπουμπλικανικό κόμμα – το 1970.
Πριν ξεκινήσει την πολιτική του σταδιοδρομία, υπήρξε εκ των αρχηγών του IRA κατά τη διάρκεια της αιματηρής εκστρατείας του κατά της βρετανικής κυριαρχίας στην επαρχία, που στοίχισε τη ζωή σε 3.500 ανθρώπους σε τρεις δεκαετίες.
Στα 21 του, έγινε μέλος του IRA κι έφτασε στη δεύτερη υψηλότερη θέση της ιεραρχίας του στο Ντέρι την περίοδο της «Ματωμένης Κυριακής» (Bloody Sunday), όταν στις 30 Ιανουαρίου του 1972 ένας βρετανός στρατιώτης σκότωσε 13 άοπλους ακτιβιστές για τα πολιτικά δικαιώματα κατά τη διάρκεια διαδήλωσης.
Συνέχισε να παίζει αποφασιστικό ρόλο στην οργάνωση για το επόμενο διάστημα, όταν ο IRA πραγματοποίησε αρκετές βομβιστικές επιθέσεις εντός κι εκτός Ιρλανδίας. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στην οργάνωση, είχε μεταφερθεί μυστικά στη Βρετανία για να συνομιλήσει με τη βρετανική κυβέρνηση και τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης.
Καταδικάστηκε σε εξάμηνη φυλάκιση από το ειδικό ποινικό δικαστήριο της Ιρλανδίας, αφού το 1973 συνελήφθη μέσα σε ένα αυτοκίνητο που μετέφερε εκρηκτικά. Στη δίκη του δήλωσε υπερήφανα ότι είναι μέλος του IRA: «Εχουμε πολεμήσει κατά της δολοφονίας των ανθρώπων μας. Είμαι μέλος του Oglaigh na hEireann (του IRA) και πολύ πολύ υπερήφανος γι’ αυτό».
Ο αδίστακτος διοικητής που έγινε διαπραγματευτής για την ειρήνη
Ανάμεσα στις γνωστότερες επιθέσεις του IRA που έφεραν και την υπογραφή του ήταν η απόπειρα δολοφονίας της πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ στο «Grand Hotel» στο Μπράιτον το 1984.
Η Θάτσερ ήθελε να αποστερήσει τον IRA από αυτό που η ίδια αποκαλούσε «οξυγόνο της δημοσιότητας» και εξοργίστηκε από το ντοκιμαντέρ που πρόβαλε το BBC το 1985 με τίτλο «Αληθινές Ζωές», στο οποίο εμφανιζόταν ο ΜακΓκίνες υπερήφανος για τη φήμη του.
Στο ντοκιμαντέρ ο Μακ Γκίνες παρουσιαζόταν να οδηγεί ένα αυτοκίνητο στο Μπόγκσαϊντ και να λέει ότι οι πληροφορίες πως είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων του IRA είναι αναληθείς, αλλά ότι τις θεωρούσε «κολακευτικές».
Ο ΜακΓκίνες ήταν ο διοικητής του IRA που έγινε διαπραγματευτής για την ειρήνη τη δεκαετία του ’90 και υπουργός Παιδείας, ο πιστός ιρλανδός ρεπουμπλικανός που αντάλλαξε χειραψία με τη βασίλισσα Ελισάβετ το 2012 κατά την επίσκεψή της στη Βόρεια Ιρλανδία και που ήπιε στην υγειά της στο Κάστρο του Ουίνσδορ.
Μαζί με τον Τζέρι Ανταμς υπήρξε ένας από τους βασικούς ρεπουμπλικανούς «αρχιτέκτονες» της κίνησης προς την εξεύρεση πολιτικής λύσης στην κρίση στη Βόρεια Ιρλανδία.
Το 2007 έγινε πρώτος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, δίπλα στις ηγετικές μορφές των Δημοκρατικών Ιαν Πέισλι, Πίτερ Ρόμπινσον και Αρλίν Φόστερ. Σε όλη του τη μετέπειτα σταδιοδρομία, επέμενε πως είχε παραιτηθεί οριστικά από τον IRA το 1974, όταν και έκανε τη μετάβαση στην πολιτική.
Στις προεδρικές εκλογές του 2011 απέτυχε να εκλεγεί στο αξίωμα.
Πρόσφατα είχε δηλώσει ότι ελπίζει στο μέλλον να γίνει «ένας πρεσβευτής για την ειρήνη, την ενότητα και τη συμφιλίωση». «Η συμφιλίωση πάντα πίστευα ότι είναι το επόμενο σημαντικό στάδιο της ειρηνευτικής διαδικασίας», είχε υπογραμμίσει.
Ο ΜακΓκίνες παντρεύτηκε την Μπερναντέτ Κάνινγκ το 1972 και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Πέραν της πολιτικής, του άρεσε το ιρλανδικό ποδόσφαιρο και το ιρλανδικό χόκεϊ, με τα οποία ασχολούνταν ως νέος, το ψάρεμα και το κρίκετ.
Οπως σχολιάζει το BBC, ως ηγέτης του IRA δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΜακΓκίνες ήταν ένα μισητό πρόσωπο που ενέπνεε τον φόβο. Αλλά ως διαπραγματευτής για την ειρήνη ήταν χαρισματικός και το χάρισμά του το χρησιμοποιούσε για να κερδίσει τουλάχιστον κάποιους από αυτούς που τον έβλεπαν με καχυποψία.