Επιβεβαιώνεται αλλά και διαψεύδεται συχνά η ρήση «μια φωτογραφία χίλιες λέξεις» και ίσως την ιδεωδέστερη εκδοχή της επιβεβαίωσης θα την αναγνώριζε κανείς σε μια φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στο ένθετο «Τρέχω» των «ΝΕΩΝ» το προπερασμένο Σαββατοκύριακο. Η φωτογραφία απεικονίζει δεκάδες γυναίκες με υψωμένα τα χέρια (νεαρά κορίτσια τα περισσότερα), ενώ σε οκτώ ανάμεσά τους –έτσι καθώς προβάλλονται σε πρώτο πλάνο –γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στα πρόσωπά τους η χαρά ή μάλλον ο ενθουσιασμός σαν να εορταζόταν η λήξη ενός αγώνα που θα είχε στεφθεί με πλήρη επιτυχία.
Η λεζάντα όμως της φωτογραφίας μάς πληροφορεί ότι «στη Λευκορωσία χιλιάδες γυναίκες σκέφτηκαν έναν πρωτότυπο τρόπο να διαδηλώσουν με αφορμή την Ημέρα της Γυναίκας για τα δικαιώματά τους. Με σύνθημα “Γυναίκες εναντίον της βίας” βγήκαν στους δρόμους του Μινσκ και έτρεξαν σε έναν αγώνα ομορφιάς. Ποια τερμάτισε πρώτη δεν έχει σημασία. Αλλωστε ο σκοπός τους ήταν να βγουν στους δρόμους και να μιλήσουν υπέρ της ισότητας και εναντίον των προκαταλήψεων».
Κάποιο λάθος πρέπει να υπάρχει στον τρόπο οργάνωσης των κοινωνιών, δηλαδή των ανθρώπων, ανεξάρτητα από το πολιτικό σύστημα που τις πλαισιώνει και τελικά τις αναδεικνύει ή τις καταστρέφει, χωρίς να σημαίνει ότι τα στοιχεία της ανάδειξης ή της καταστροφής δεν μπορεί να συνυπάρχουν σε ένα πολιτικό σύστημα όπως αυτό της Ελβετίας ή της Σουηδίας. Τι είναι, αλήθεια, αυτό που κάνει κάποιον να φαντάζεται ή να πιστεύει για τους ίδιους δρόμους που τους έχει διασχίσει άλλοτε βιαστικός και αγχωμένος και άλλοτε αμέριμνος και συνήθως αδιάφορος για ό,τι συμβαίνει ακόμη και στους ανθρώπους της ίδιας της πόλης, ότι αιφνίδια οι δρόμοι αυτοί θα μεταμορφωθούν και θα εισπράξουν την επίκλησή του για ισότητα, δικαιοσύνη και ελευθερία με έναν τρόπο ευεργετικό και παρηγορητικό για τον ίδιο;
Μήπως το γεγονός ότι δεν είναι ο καθένας μόνος του και είναι όλοι μαζί κάνει τις επικλήσεις και τα αιτήματα πιο ισχυρά ώστε όσοι εντέλλονται για την ικανοποίησή τους να αναλογιστούν, με τον αρμόζοντα στους πολλούς σεβασμό, τις ευθύνες τους; Αν υπάρχει ένα στοιχείο που τρώει από τα μέσα κάθε μαζική παρουσία ανθρώπων, είναι το γεγονός ότι ο σκοπός για τον οποίο έχουν ξεχυθεί στους δρόμους, ή έχουν συγκεντρωθεί σε ένα στάδιο ή σε μια πλατεία, μοιάζει να έχει ξεχαστεί και είναι η μάζωξη αυτή καθεαυτή που ενδιαφέρει, σαν να βγήκαν δηλαδή όλοι από τα σπίτια τους για να περάσουν μαζί το πρωινό ή το απόγευμά τους. Οσο και αν θα χαρακτήριζε κανείς τη φωτογραφία των γυναικών στο Μινσκ της Λευκορωσίας ως κάτι συμπτωματικό, δεν βγαίνεις να διαδηλώσεις με το σύνθημα «Γυναίκες εναντίον της βίας» με γέλια και χαρές, αφού μια ανάλογη συμπεριφορά θα δικαιολογούνταν μόνο αν η βία είχε κατατροπωθεί και επομένως η διαδήλωση θα ήταν περιττή.
Οπως θα ήταν κάθε διαδήλωση, αν οι διαδηλωτές είχαν εργαστεί ο καθένας για λογαριασμό του μέσα στο σπίτι του σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα η συγκέντρωσή τους, αν τύχαινε να πραγματοποιηθεί, να έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία.