Το έχουμε πια ξεχάσει, αλλά η παρούσα κυβέρνηση εξελέγη με σημαία την επαν-απόδοση της «κυριαρχίας» στο εγχώριο πολιτικό σύστημα (από τους «ξένους» που την είχαν υφαρπάσει) και στον λαό (από τα διάφορα «κατεστημένα» που την καπηλεύονταν). Αυτή τη σημαία είναι πια ολοφάνερο ότι είτε δεν την πήραμε ποτέ στα σοβαρά είτε την έχουμε συλλογικά εγκαταλείψει. Κι άρα η επιμονή της κυβέρνησης κάτι άλλο κρύβει.
Αντικειμενικό αποτέλεσμα της «πολιτικής διαπραγμάτευσης» που χρησιμοποιήθηκε τόσο κατά την προηγούμενη όσο και κατά την τρέχουσα και άδηλης έκβασης αξιολόγηση είναι ότι η ήδη μικρή δυνατότητα της ελληνικής πλευράς να επηρεάσει τα πράγματα συρρικνώθηκε ακόμα περισσότερο. Ο συνδυασμός φραστικών παλικαρισμών και ουσιαστικών υποχωρήσεων οδήγησε την κυβέρνηση και τη χώρα τρία σκαλοπάτια πιο κάτω.
Πρώτα, συρρίκνωση του πεδίου: εγκαταλείφθηκαν οι κόκκινες γραμμές, τα θέματα εκείνα που υποτίθεται ότι συνέθεταν το ελάχιστο κατώφλι κυριαρχίας –Ασφαλιστικό, Συνταξιοδοτικό, φορολογία, εργασιακά. Υστερα, αποδοχή του μοιραίου: όχι μόνο θα ρυθμιστούν τα θέματα αυτά με τη λογική του «ξένου παράγοντα», αλλά και θα προ-νομοθετηθούν, θα συμφωνηθούν δηλαδή τώρα και θα τεθούν σε εφαρμογή αργότερα, θεσμοποιώντας το «κακό ενδεχόμενο» και μειώνοντας τα μελλοντικά περιθώρια δράσης. Τέλος, συνυπογραφή της απώλειας εμπιστοσύνης: για να συνεχιστεί η τεχνική συζήτηση, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση θα δεσμευθεί γι’ αυτά για τα οποία ποτέ δεν θα δεσμευόταν, θα πρέπει πλέον οι εκπρόσωποί της να συνομολογήσουν ότι δεν θα ξαναδιαφωνήσουν.
Το ερώτημα γεννάται αβίαστα: Πώς είναι δυνατόν μια κυβέρνηση, και μάλιστα «αριστερή», να συναινεί σε τέτοιες ταπεινωτικές και αντίθετες με τις «αξίες» της συνθηκολογήσεις; Δύο εκδοχές υπάρχουν. Είτε, όπως ώς τώρα έτεινα να πιστεύω, λόγω αδεξιότητας και συνεχόμενων κακών χειρισμών έχει εμπλακεί σε μια πορεία κατά την οποία η μια υποχώρηση φέρνει την άλλη και τη μια επιδείνωση ακολουθεί η επόμενη. Εάν συμβαίνει αυτό, το μόνο στο οποίο μπορεί πολιτικά να ποντάρει η κυβέρνηση είναι το ιδεολογικό – ηρωικό χαρτί («εμείς τουλάχιστον αντιστεκόμαστε μέχρι το τέλος»), έστω κι αν πείθει όλο και λιγότερους.
Η διαιώνιση, όμως, και εμβάθυνση αυτής της «τακτικής» με κάνει να αρχίζω να πιστεύω μήπως η κυβέρνηση δεν έχει συναίσθηση ότι υποχωρεί και δεν προσπαθεί απλώς να το κρύψει ή να το ωραιοποιήσει. Μήπως δηλαδή οι ιδέες, οι καταβολές και η στόχευση της ηγετικής της ομάδας την έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση «ψευδούς συνείδησης», όπως την αναδεικνύει στο «Ελάχιστο» (και όμως βαρύτατο) «Λεξικό» του ο Λευτέρης Κουσούλης: μήπως «καθοριζόμενη από μια υπέρτερη αλήθεια» (ότι παλεύει για έναν άλλο, καλύτερο κόσμο), η κυβέρνηση «αρνείται τον πραγματικό κόσμο» (τον κόσμο των διαπραγματεύσεων με εταίρους στους οποίους χρωστά και από τους οποίους εξαρτάται) «αυτοχειραγωγούμενη η ίδια και χειραγωγώντας και τους άλλους (την ελληνική κοινωνία) στο ψεύδος».
Ελπίζω με όλη μου την καρδιά αυτό να μη συμβαίνει. Γιατί η Ιστορία μάς διδάσκει ότι οι πολιτικές συνέπειες της ψευδούς συνείδησης ονομάζονται «ολοκληρωτισμός» και οι θεσμικές «εκτροπή».
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος