Το φάντασμα των ξένων funds πλανάται πάνω από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η πώληση κόκκινων επιχειρηματικών δανείων σε κερδοσκοπικά κεφάλαια είναι το δυσμενές σενάριο στην περίπτωση που οι τράπεζες δεν επιτύχουν τους στόχους που έχουν τεθεί για τη μείωσή τους τα επόμενα χρόνια.
Ήδη οι τράπεζες διεξάγουν αγώνα δρόμου για τη ρύθμιση των δανείων αυτών, αλλά ο χρόνος που έχει ήδη χαθεί και συνεχίζει να χάνεται εξαιτίας της καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης έχει επηρεάσει σημαντικά τον προγραμματισμό τους, κάνοντας ιδιαίτερα δύσκολη την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (SSM). Το πρόβλημα είναι ότι οι τράπεζες βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωπες με δανειολήπτες, κυρίως επιχειρηματικών δανείων μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων, που δεν βιάζονται να ρυθμίσουν τα δάνειά τους αναμένοντας τη θεσμοθέτηση του εξωδικαστικού συμβιβασμού, αλλά και δανειολήπτες που εξαιτίας της οικονομικής ασφυξίας και της έλλειψης ρευστότητας αδυνατούν να καλύψουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις ή χάνουν προηγούμενες ρυθμίσεις τους και ξαναμπαίνουν στο στρατόπεδο των κόκκινων.
ΑΥΞΑΝΟΝΤΑΙ ΠΑΛΙ. Το δεδομένο αυτό έχει οδηγήσει σε επιδείνωση της ποιότητας των δανειακών χαρτοφυλακίων των ελληνικών τραπεζών, με τα κόκκινα δάνεια να αυξάνονται ξανά και να έχουν ήδη φτάσει στα 110 δισεκατομμύρια ευρώ, απομακρύνοντας τις τράπεζες από την επίτευξη των στόχων.
Επιπλέον, η μεγάλη καθυστέρηση στη θεσμοθέτηση του αναβαλλόμενου φόρου, ρύθμιση την οποία έφερε η κυβέρνηση για διαβούλευση μόλις πριν από 10 ημέρες, αλλά και η μη ύπαρξη θεσμικού πλαισίου για την προστασία των στελεχών των τραπεζών που θα διαγράφουν οφειλές δανειοληπτών βάζουν ένα ακόμα εμπόδιο και ξυπνούν και πάλι τον εφιάλτη των ξένων funds, τα οποία οι ελληνικές τράπεζες δεν θεωρούν ως την πλέον ενδεδειγμένη λύση για την απομείωση των κόκκινων δανείων τους καθώς οι τιμές που δίνουν θεωρούνται εξαιρετικά χαμηλές ενώ θα οδηγήσουν σε λουκέτα πολλές από τις επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να εξυγιανθούν.
Τραπεζικά στελέχη εκφράζουν την ανησυχία τους επισημαίνοντας ότι όλα τα σενάρια για τη μείωση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων είχαν γίνει με δεδομένο ότι όλα τα ανοικτά θέματα θα είχαν κλείσει από τον Δεκέμβριο και ότι πλέον θα ήταν νόμος του κράτους. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει.
Μάλιστα, στην πρόσφατη επίσκεψή της στην Αθήνα η επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Ντανιέλ Νουί έστειλε διπλό μήνυμα τόσο στις τράπεζες όσο και στην κυβέρνηση να επισπεύσουν τις αναγκαίες διαδικασίες ώστε να μη βγουν οι ελληνικές τράπεζες εκτός στόχων. Τόνισε επιπλέον ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί στα δάνεια των επιχειρήσεων, εκ των οποίων αυτά των μικρομεσαίων είναι και τα περισσότερα.
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έχει τεθεί από τον SSM για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, στο οποίο οι ελληνικές τράπεζες συμφώνησαν με τις εποπτικές Αρχές στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2016, έως το 2019 θα πρέπει να έχουν προχωρήσει σε μείωση των υπολοίπων κατά 38%, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στα 66,7 δισ. ευρώ από 106,9 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, παρά την κάμψη που φάνηκε να παρουσιάζουν, ως αποτέλεσμα και των ενεργειών των τραπεζών για απευθείας ρυθμίσεις με δανειολήπτες, το πρώτο δίμηνο του 2017 προστέθηκε άλλο 1,5 δισ. ευρώ ανεβάζοντας το συνολικό ποσό σε περίπου 110 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω της αβεβαιότητας που υπάρχει για την αξιολόγηση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, οι ελληνικές τράπεζες έχουν στόχο τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 40,2 δισ., δηλαδή στα 66,7 δισ. στο τέλος του 2019, με το μεγαλύτερο ποσοστό υποχώρησης να επιτυγχάνεται τα δύο τελευταία χρόνια της τριετίας. Ειδικότερα, ο σχεδιασμός προβλέπει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να έχουν μειωθεί κατά 8,7 δισ. έως και το τέλος του 2017, κατά 14,9 δισ. το 2018 και 16,6 δισ. το 2019, με τη μείωση αυτή να έχει προέλθει κυρίως από τις επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων, από διαγραφές, καθώς και σε μικρότερο βαθμό από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίων. Κατά τον ίδιο σχεδιασμό, η απομείωσή τους θα γίνει κατά 29% με ρυθμίσεις δανείων (30,8 δισ.), 16% από εισπράξεις και ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων (17,5 δισ.), 7% από πωλήσεις δανείων σε τρίτους (7,4 δισ.) και 14% από διαγραφές δανείων (13,9 δισ.).
ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΙΣ. Όμως η καθυστέρηση που υπάρχει στις θεσμικές παρεμβάσεις κάνει τους τραπεζίτες να νιώθουν πλέον την καυτή ανάσα των ξένων κερδοσκοπικών funds, αφού μέχρι σήμερα τόσο οι ρυθμίσεις των δανείων όσο και οι διαγραφές είναι αδύνατες εξαιτίας της απροθυμίας των δανειοληπτών και της ανυπαρξίας πλαισίου, ενώ και οι ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων, δηλαδή οι πλειστηριασμοί, είναι παγωμένοι εξαιτίας της αποχής των συμβολαιογράφων. Έτσι οι πωλήσεις δανείων φαίνεται να είναι η μόνη υλοποιήσιμη λύση, αν και για τις τράπεζες δεν αποτελεί την πρώτη επιλογή. Υπέρ αυτού συνηγορεί και το γεγονός ότι οι τραπεζίτες εκτιμούν πως θα πάρει χρόνο να αρχίσουν και οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, η θεσμοθέτηση των οποίων εκκρεμεί, και σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις τους αυτό δεν πρόκειται να συμβεί πριν από το φθινόπωρο.
Επιπλέον, η προσπάθεια των τραπεζών να τα βρουν με τις διοικήσεις μεγάλων επιχειρήσεων που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές δεν προχωρά όπως θα περίμενε κανείς, αναγκάζοντας τις τράπεζες, έστω και περιορισμένα, να προχωρούν σε ένδικα μέσα για την αποβολή των διοικήσεων που καθυστερούν τις διαδικασίες εξυγίανσης των επιχειρήσεων.
Παραμονεύουν τα λουκέτα
Κρίσιμη χαρακτηρίζεται η κατάσταση για τις μικρές επιχειρήσεις, καθώς η υπερχρέωσή τους αλλά και η αβεβαιότητα για το μέλλον τις φέρνουν όλο και πιο κοντά με τον εφιάλτη του λουκέτου. Σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ «Εξαμηνιαίο Δελτίο Οικονομικού Κλίματος Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων» που δημοσιοποιήθηκε χθες, 18.700 επιχειρήσεις αναμένεται να κλείσουν εντός του πρώτου εξαμήνου του 2017, ενώ την ίδια στιγμή επτά στις δέκα επιχειρήσεις δηλώνουν ότι παρουσιάζει επιδείνωση η ρευστότητά τους.
Οπως καταδεικνύουν τα στοιχεία της έρευνας, από τον Ιούνιο του 2016 έως και τον Φεβρουάριο του 2017 η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλετών προς την Εφορία και τους προμηθευτές ήταν 10%, με τις 3 στις 10 να μην μπορούν να καλύψουν ούτε τις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.