Τα ελληνικά σχολεία θα αυτοαξιολογούνται, αλλά τα αποτελέσματα της αξιολόγησης θα μένουν… κρυφά, προκειμένου να μην μπορεί να γίνει συγκριτική κατάταξη (ranking) σχολείων!
Στην αυτοαξιολόγηση μάλιστα δεν θα μετράνε τα μαθησιακά αποτελέσματα των μαθητών, αλλά ούτε οι μαθητές και οι γονείς θα αξιολογούν τους εκπαιδευτικούς. Οι δε σχολικοί σύμβουλοι θα μετονομαστούν σε «κριτικούς φίλους». Τα αποτελέσματα της αυτοαξιολόγησης δεν θα έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα ούτε για τα σχολεία ούτε για τους εκπαιδευτικούς. Τα σχολεία θα αποκτήσουν περισσότερη αυτονομία, αλλά δεν θα τη χρησιμοποιήσουν για να γίνουν ανταγωνιστικά.
Αυτά είναι τα βασικά σημεία της μιας από τις δύο προτάσεις για την έναρξη της αξιολόγησης στα σχολεία, που έλαβε το υπουργείο Παιδείας. Ανήκει στην ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) και εφόσον υιοθετηθεί –καθώς η χώρα μας έχει συμφωνήσει με τους θεσμούς να ξεκινήσει από φέτος την αξιολόγηση στα σχολεία –θα οδηγήσει, προφανώς, σε μια διαδικασία αξιολόγησης «λάιτ».
Αναμένεται συντόμως δεύτερη πρόταση από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) προκειμένου ο υπουργός Παιδείας να λάβει τις αποφάσεις για το πώς θα γίνει τελικά η αξιολόγηση, που είχε επιχειρηθεί και από προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά δεν προχώρησε. Οπως έχει πει ο Κώστας Γαβρόγλου, θα αξιολογηθούν καταρχήν 20.000 στελέχη της εκπαίδευσης και το υπόλοιπο εκπαιδευτικό προσωπικό θα πάρει μέρος στην αξιολόγηση των στελεχών και στην αυτοαξιολόγηση σχολείου.
Οι προτάσεις. Το κείμενο της ΑΔΙΠΠΔΕ μεταξύ άλλων περιλαμβάνει τις ακόλουθες προτάσεις:
n Να μη δημοσιοποιούνται οι αξιολογικές εκθέσεις αλλά να αξιοποιούνται από τις σχολικές μονάδες και τις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης για ενημέρωση και ανατροφοδότηση, προς αποφυγή συγκριτικών κατατάξεων.
n Να μη χρησιμοποιούνται τα μαθησιακά αποτελέσματα ως κριτήριο αξιολόγησης, επειδή η χρήση τους «αποπλαισιωμένη από το οικογενειακό και κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον, και μάλιστα με συγκριτικές κατατάξεις σχολικών μονάδων, εκπαιδευτικών και μαθητών, παραποιεί την εκπαιδευτική πραγματικότητα, ενοχοποιεί αδίκως εκπαιδευτικούς και σχολικές μονάδες και αποκρύπτει τις ευθύνες των εκπαιδευτικών δομών και υποδομών, καθώς επίσης υποβαθμίζει τη συμβολή της οικογένειας και των ίδιων των μαθητών στη διαμόρφωση της μαθησιακής προόδου τους».
n Λέει «όχι» στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού έργου από τους μαθητές και τα πρόσωπα που ασκούν τη γονική τους μέριμνα, διότι «οι απόψεις, στάσεις και προτάσεις των ως άνω μελών της σχολικής κοινότητας μπορεί να τίθενται υπόψη της σχολικής μονάδας, η οποία θα τις εκτιμά και αξιοποιεί αναλόγως».
n Εισηγείται τον νεολογισμό «κριτικός φίλος» για τους σχολικούς συμβούλους: «Οι επαγγελματικές “κοινότητες μάθησης” είναι αναγκαίο να έχουν την εξωτερική στήριξη ενός “κριτικού φίλου”, ο οποίος δεν θα καθορίζει επιλογές, αλλά θα βοηθά τα μέλη της επαγγελματικής “κοινότητας μάθησης” να προβούν σε συνειδητές και επεξεργασμένες επιλογές και δράσεις».
n Για τους νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς προτείνει πριν από τη συμπλήρωση της διετίας να πραγματοποιεί ο σχολικός σύμβουλος παρακολουθήσεις διδασκαλίας, προκειμένου να συντάξει αξιολογική έκθεση μονιμοποίησης. Ανάλογη έκθεση συντάσσει και ο διευθυντής της σχολικής μονάδας και σε περίπτωση που από τη συνεκτίμηση των εκθέσεων διαπιστώνονται σοβαρές δυσκολίες, παρατείνεται η περίοδος δοκίμου μέχρι και δύο έτη.
n Προτείνονται θεσμοθέτηση του ρόλου του «μέντορα», του «συντονιστή ειδικότητας» και αναβάθμιση αρμοδιοτήτων του υπευθύνου τμήματος, ώστε να έχουν κίνητρα προσφοράς οι εκπαιδευτικοί.
n Τέλος, για την ενίσχυση αυτονομίας των σχολείων προτείνονται «πυρηνικά» προγράμματα σπουδών (core curriculum –δεν εξηγείται τι ακριβώς εννοείται), τα οποία θα αντιστοιχούν στο 75% του διδακτικού χρόνου και θα είναι κοινά για όλα τα σχολεία, ενώ το υπόλοιπο 25% θα αποφασίζεται σε σχολικό επίπεδο. Τονίζεται όμως ότι δεν θα πρέπει η αυτονομία να βάλει τα σχολεία σε κύκλο ανταγωνισμού, καθώς «οι υψηλές επιδόσεις που εμφανίζουν, σε αρκετές περιπτώσεις, τα σχολεία που ανταγωνίζονται για μαθητές εκπηγάζουν από την υψηλότερη κοινωνικοοικονομική προέλευση των μαθητών». Ούτε και να μπουν σε κύκλο ομαδοποιήσεων μαθητών σε επίπεδα με βάση τις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις (tracking, streaming κ.λπ.), δεδομένου ότι οι έρευνες δείχνουν ότι οι ομαδοποιήσεις αυτές έχουν θετικά αποτελέσματα για τους καλούς μαθητές (αν διδάσκονται με βάση ένα εμπλουτισμένο πρόγραμμα σπουδών) και αρνητικά αποτελέσματα για τους μαθητές χαμηλών επιδόσεων.