Οσο και αν υποπτεύεται κανείς τη λαϊκίστικη από ημιμαθείς μάζες χρήση των νέων μέσων γνώσης, των ηλεκτρονικών, η λελογισμένη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων τους, αφού τουλάχιστον έχουν θηριώδη μνήμη, μας βοηθάει να μελετάμε πράγματα που παλαιότερα θα σπαταλούσαμε, και μάλιστα με μεγάλο ποσοστό απωλειών, πολλαπλάσιο χρόνο. Τώρα οι αναζητήσεις στο Διαδίκτυο και στις άπειρες δεξαμενές δεδομένων μάς εξοπλίζουν με υλικό αφάνταστο σε ποσότητα ώστε ασφαλέστερα να προχωράμε σε εκτιμήσεις ακόμα και στατιστικά βεβαιότερες.
Είναι π.χ. σημαντικό να «ρωτάς» τις απέραντες σε μνήμη αυτές μηχανές να σε πληροφορήσουν ποια λέξη στο ομηρικό λεξιλόγιο είναι η πλέον συχνά εμφανιζόμενη στα έπη και ποια εμφανίζεται άπαξ.
Ξέρουμε τώρα πως τα δύο πλέον συχνά κύρια ονόματα (μεταξύ πλαστών, μυθολογικών και ιστορικών) στα ποιήματα του Καβάφη είναι τα ονόματα Χριστός και Διόνυσος. Ετσι, μπορεί κανείς να αναχθεί στην όλη ποίηση του Αλεξανδρινού και να καταλάβει εκτός των άλλων αναλόγων το ποίημα «Μύρης», όπου ο ήρωας χριστιανός συναγελάζεται και οργιάζει σε παρέα ειδωλολατρών!
Τροφοδοτώντας τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη και ρωτώντας τα, εκπλήσσεσαι που το ενενήντα τοις εκατό των λέξεων του αγράμματου έως την εποχή που αποφάσισε να γράψει τις εμπύρετες μνήμες του από τον Αγώνα είναι λέξεις συγκεκριμένες και όχι αφηρημένες. Δηλαδή ατόφιος λαϊκός λόγος. Αλήθεια, πόσες αφηρημένες έννοιες θα ανιχνεύσουμε στα δημοτικά τραγούδια; Παλιότερα το υποπτευόμαστε, τώρα έχουμε ακόμη και ποσοτικά δεδομένα.
Ο παλιός μου φοιτητής και τώρα καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωσήφ Βιβιλάκης στο διδακτορικό του μας ξάφνιασε όταν ανίχνευσε και αξιοποίησε ένα απροσδόκητο υλικό: όσον αφορά τους πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι εμπράκτως και συχνά βίαια και διά του νόμου πολέμησαν τον αρχαίο κόσμο και ιδιαίτερα το θέατρο και την τραγωδία, στα κείμενά τους βρίθουν οι αναφορές σε όρους της αριστοτελικής ποιητικής και του θεάτρου. Εκεί και η Μίμησις και η Κάθαρσις και η Διάνοια και το Ηθος και τα Προσωπεία και ο «από μηχανής θεός». Ο μέγας θεολόγος και «ιερός» Χρυσόστομος στους λιβέλους του από τον άμβωνα της Αγίας Σοφίας, ως πατριάρχης, κατακεραύνωνε τις θυμελικές (τις γυναίκες του θεάτρου που στο Βυζάντιο ταυτίζονταν με τις πόρνες) με το να περιγράφει λεπτομερώς το μακιγιάζ και τα προσωπεία για να στηρίξει την άποψή του πως το θέατρο γελοιοποιεί τη Θεία Δημιουργία, αφού «ο Θεός μάς δίνει ένα πρόσωπο κι εμείς το κάνουμε άλλο» (Αμλετ!).
Πάντα με εξέπληττε το γεγονός πως από τον κατάλογο των ονομάτων που συγκέντρωσαν οι εκδότες από τα άπαντα (ποιητικά και δοκιμιακά) του Γιώργου Σεφέρη (εκατοντάδες αναφορές σε έλληνες και ξένους συγγραφείς, πολιτικούς, επιστήμονες) απουσιάζει τελείως (ούτε μία κατ’ όνομα αναφορά) το όνομα του μείζονος την εποχή του φιλολόγου, κριτικού και πρώτου καθηγητή της Φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (που ίδρυσε η Δημοκρατία του Παπαναστασίου) Γιάννη Αποστολάκη, ενός αιχμηρού κριτικού που ανύψωσε σε απόλυτο μέτρο ποιητικής ηθικής το έργο του Διονύσιου Σολωμού και υποβάθμισε και τον Κάλβο και τον Παλαμά και τους ελάσσονες λυρικούς (Μαλακάση, Πορφύρα κ.λπ.). Θα μου πείτε, η σιωπή του Σεφέρη είναι μια κριτική στάση. Συμφωνώ. Αλλά τώρα έχουμε και χειροπιαστά τεκμήρια που θα μπορούσαν χωρίς τους υπολογιστές να μας διέφευγαν.
Δεν είναι εκπληκτικό πως η λέξη «πενθήματα» ανιχνεύεται μόνο μία φορά στα σωζόμενα αρχαία κείμενα και μόνο στις «Χοηφόρους» του Αισχύλου; Δεν είναι αποκαλυπτικό πως η πλέον συχνή λέξη στον Θουκυδίδη είναι το «εικός», «εικότως», «εικός εστίν»; Αυτός ο αποδεδειγμένα άθεος (τον Θεό ή τους θεούς επικαλούνται στους λόγους τους τα ιστορικά πρόσωπα) συνεχώς ως ιστορικός σοφιστής, ως εραστής της σχετικότητας και της αμφιβολίας, εικάζει, συμπεραίνει από τα φαινόμενα και εμπιστεύεται ό,τι και οι αισθήσεις του, το «φυσικώς λογικόν».
Σκέφτομαι τι θα μας αποκάλυπτε η αποδελτίωση μέσω υπολογιστή των σωρευμένων πατριωτικών ή εθνικιστικών λέξεων στο στόμα ενός προδότη.
Οπως και η χειμαρρώδης χρήση των λέξεων «αρετή», αγάπη», «τιμή», «ευσέβεια», «πίστη» στους από άμβωνος λόγους διεφθαρμένων, παιδεραστών και καταχραστών ιερωμένων. Δεν θα ήταν πολιτικώς και ηθικώς πολύτιμη η συγκέντρωση των υποσχέσεων των πολιτικών ή η χρήση επαναστατικών όρων στους λόγους τους, ενώ η πορεία τους και τα τέλη τους εγγράφονται στην ιστορία των συμβιβασμών και της συντήρησης;
Εξ όνυχος τον λέοντα.
Αναφέρθηκα πριν στην άπαξ λέξη «πενθήματα» στα αρχαία κείμενα, η οποία συναντάται σε χορικά των «Χοηφόρων» του Αισχύλου. Αλλά η λέξη «πενθήματα» είναι και τίτλος συλλογής του σπουδαίου μας ποιητή Νίκου Καρούζου. Οσοι διάβασαν τη συλλογή θα θεώρησαν αυτονόητο στο λεξιλόγιό μας τον όρο αυτό: πένθος, πενθώ. Αλλά ο Καρούζος τώρα γνωρίζουμε πως διάβαζε Αισχύλο και επικοινωνούσε με τη μεγάλη δεξαμενή της διαχρονίας της γλώσσας μας.
Οταν πριν από 30 χρόνια έπεισα στους Δελφούς την αμερικανίδα φιλόλογο, πάμπλουτη και ιδρύτρια του Ιβυκου, ενός ηλεκτρονικού λεξικού όλης της αρχαίας γλώσσας, από τις πινακίδες της πρώτης γραφής έως τον Μέγα Βασίλειο, να μας χαρίσει αυτόν τον θησαυρό (και μας τον χάρισε, και τώρα είναι στη διάθεση κάθε ερευνητή, εγκατεστημένος σ’ ένα νεοκλασικό δίπλα στο θέατρο του Διονύσου με την άγρυπνη φροντίδα του έξοχου έλληνα καθηγητή Θανάση Αναγνωστόπουλου –την εγκατάστασή του εγκαινίασε ο αείμνηστος Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος), έγινε μια δημόσια επίδειξη του θησαυρού στην Αρχαιολογική Εταιρεία, παρουσία όλης της πνευματικής κοινότητας (Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Εταιρεία Συγγραφέων, λειτουργοί της εκπαίδευσης, πολιτικοί κ.λπ.).
Τότε, όταν ο καθηγητής Μπαμπινιώτης ανέλυσε τις ποικίλες χρήσεις του θησαυρού, ζήτησε από το κοινό να του προτείνουν να βρει από τον πακτωλό της ελληνικής γλωσσικής περιουσίας μια λέξη, ώστε να πιστοποιηθεί ακριβώς η δεινότητα του εργαλείου, δηλαδή να μας πει σε πέντε λεπτά πού η λέξη την οποία ζητάμε συναντάται στα αρχαία κείμενα, σηκώθηκα και πονηρά ζήτησα να αναζητηθεί η λέξη «πενθήματα». Και αναδύθηκε η λέξη «πενθημάτων», στίχος 432 των «Χοηφόρων».
Ακολούθησαν και άλλες σπουδαίες μελέτες ανατρέχοντας στους υπολογιστές, τροφοδοτημένους με μεγάλα κείμενα (ο Αναγνωστόπουλος που διαχειρίζεται εδώ τον Ιβυκο τον εμπλούτισε με όλο το λεξιλόγιο πέραν του Μεγάλου Βασιλείου, από τους Ακρίτες, το δημοτικό τραγούδι, τον «Ερωτόκριτο» έως τον Ελύτη και τη Δημουλά). Οταν ο Ελύτης βραβεύτηκε με το Νομπέλ, στην ομιλία του είπε με σεμνότητα ότι είναι ένας έσχατος διαχειριστής μιας γλώσσας 2.500 ετών και κατέθεσε στην κοινή του περιουσία τις λέξεις «ουρανός», «αρετή», «έρως», «πόλις», «ποίηση», «μουσική», «ήθος» κ.λπ.
Τώρα, με τα σύγχρονα μέσα ανίχνευσης μπορείς π.χ. να παρακολουθήσεις την πορεία και τις εννοιολογικές αποχρώσεις μιας λέξης μέσα στους αιώνες (από την ομηρική «αμαρτία» στη χριστιανική και στο λαϊκό άσμα «ιστορία μου, αμαρτία μου»)!