Κάποιοι είναι ακουμπισμένοι στα σκαλιά, οι περισσότεροι στριμώχνονται όρθιοι στην είσοδο της μικρής αίθουσας, ενώ οι πιο τυχεροί κάθονται στις καρέκλες της αυτοσχέδιας κερκίδας. Είναι οι γείτονές τους. Οχι οι συγγενείς τους. Σ’ αυτούς δεν επιτράπηκε η είσοδος. Η προσοχή στρέφεται σ’ εκείνους που κάθονται απέναντί τους, με τα χέρια γεμάτα μουσικά όργανα και τα βλέμματα άδεια από ανησυχία. Οι πρώτες μελαγχολικές μελωδίες της κιθάρας μπλέκονται με τον καπνό απ’ τα τσιγάρα που έρχεται απέξω και τους ήχους της μεγάλης άρπας που έχει τοποθετηθεί στο κέντρο του δωματίου. Σταδιακά, στο μουσικό σύνολο προστίθενται μικρότερα και μεγαλύτερα κρουστά που παίζουν δυνατά, καλώντας το κοινό να βουτήξει σ’ αυτήν την άγουρη μυσταγωγία που στήνεται μπροστά στα μάτια τους.
ΟΙ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ. Η πρωτότυπη συναυλία που δόθηκε χθες στην ανδρική πτέρυγα του σωφρονιστικού καταστήματος Κορυδαλλού είναι το δημιουργικό αποτέλεσμα του μουσικού εργαστηρίου της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής Σκηνής, πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Στο πλαίσιο της δράσης «Δημιουργικά εργαστήρια σε σωφρονιστικά καταστήματα», από τις 11 Ιανουαρίου και για 12 εβδομαδιαίες συναντήσεις οι τέσσερις εμψυχώτριες της Λυρικής, Εύη Νάκου, Μαρία Χριστίνα Χάρπερ, Θάλεια Μαρί Παπαδοπούλου και Εύα Καρτερού, προσπάθησαν να μυήσουν στον κόσμο της μουσικής τους 19 συμμετέχοντες στο πρόγραμμα. Τα μέλη της ομάδας ήταν κρατούμενοι από τέσσερις πτέρυγες της φυλακής όλων των ηλικιών που επιλέχθηκαν έπειτα από ανοιχτή πρόσκληση, με τη συνδρομή της κοινωνιολόγου της πτέρυγας Γιολάντας Κωνσταντινίδη. Οι περισσότεροι στερούνταν μουσικής παιδείας, αλλά είχαν τη διάθεση να δοκιμάσουν τις ικανότητές τους στο πρώτο εργαστήριο που υλοποιείται εκτός του σχολείου δεύτερης ευκαιρίας.
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΕΣ ΜΕΛΩΔΙΕΣ. Τα επτά κομμάτια που ακούστηκαν χθες ήταν αποκλειστικής έμπνευσης των εγκλείστων. Για να αποτυπώσουν τις σκέψεις τους στο χαρτί, χρειάστηκε να επιστρατεύσουν γραφικές παρτιτούρες και παίρνοντας την μπαγκέτα του μαέστρου καθοδήγησαν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας στο στήσιμο των έργων τους. Οι εμψυχώτριες συνέπραξαν στο εγχείρημά τους, διδάσκοντάς τους τις βασικές αρχές παιξίματος των μουσικών οργάνων. Η καλλιτεχνική δημιουργία των φυλακισμένων, αναπόφευκτα, ήταν αρκετά αυτοναναφορική και επηρεασμένη από το σκούρο παρελθόν τους και τη δύσκολη καθημερινότητά τους στα κελιά. Οι μελωδίες που συνέθεσαν κουβαλούσαν μαζί τους το βάρος του εγκλεισμού. Ηταν βαθιά μελαγχολικές με απότομα, σχεδόν βίαια ξεσπάσματα από τους ήχους των κρουστών έως τα συντονισμένα χτυπήματα των ποδιών τους στο έδαφος. Νότα νότα, φόρτιζαν ολοένα και περισσότερο την ατμόσφαιρα, μετατοπίζοντας την πίεση που νιώθουν μέσα τους από τους εαυτούς τους στο κοινό τους.
ΑΜΑΝΕΣ ΚΑΙ ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ. Η κορύφωση της έντασης ήρθε με τους πρωτότυπους στίχους και τα κείμενα που διάβασαν οι έγκλειστοι υπό τη μορφή απαγγελίας. Ο κύκλος των προσωπικών εξομολογήσεων που επί της ουσίας ήταν αυτά τα έργα ξεκίνησε μ’ ένα τραγούδι αμανέ από έναν ρεμπέτη της φυλακής, που μιλούσε για το συνετό γλέντι δύο γεροντομαγκών. Σιγά σιγά όλα τα μέλη της χορωδίας παίρνουν το μικρόφωνο και διαβάζουν τους στίχους τους, ύμνους στην ελευθερία. Αναφέρονται στο σκοτάδι της φυλακής, το φως που μένει μακριά τους, τους μπελάδες πίσω από τα κάγκελα και δίνουν υπόσχεση πως δεν θα λυγίσουν, ούτε θα γονατίσουν.
Ο μαυροντυμένος άνδρα που ζει έντονα τη συναυλία απαγγέλλει «σήμερα διαγράφω τη λέξη εξάρτηση από μέσα μου, σβήνω τη λέξη σωφρονισμός απ’ το λεξιλόγιο της κοινωνίας». Ο μεγαλόσωμος ποιητής που στέκεται μετά όρθιος μπροστά του φωνάζει σαν να ραπάρει «πνεύμα μου ελεύθερο, μόνο το σώμα μου κρατάν, έπεσα, θα σηκωθώ, αυτό είναι το παν» για να εισπράξει ένα ηχηρό «έτσι» από το κοινό. Οση ώρα οι στίχοι ξεδιπλώνονται, τα κρουστά κορυφώνουν την ένταση της στιγμής και η κιθάρα με την άρπα σιγοντάρουν. Το συναισθηματικό γαϊτανάκι που χτίζουν οι έγκλειστοι με τις φωνές τους, η συγκίνηση σπάει με το αυθόρμητο γέλιο που έρχεται από ένα χορωδιακό με τίτλο «Πλανήτες» που γέμισε με βρυχηθμούς και αστείους λαρυγγισμούς και τους αυτόκλητους μουσικούς καθισμένους σε κύκλο.
Η «ΑΡΚΟΥΔΑ» ΤΟΥ ΡΙΤΣΟΥ. Τον λόγο παίρνει ο μεσήλικος κύριος που, ντυμένος με το κοστούμι του και το κόκκινο μαντιλάκι του στο πέτο, κυριολεκτικά ψέλνει ενώ οι υπόλοιποι κρατούν το ίσο με τα όργανά τους. Δίπλα του, πετιέται ένας νεαρός συγκρατούμενός του, που αρχίζει να διαβάζει το απόσπασμα από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Ρίτσου με την κουρασμένη αρκούδα που σέρνει δεμένη το αφεντικό της. Οι στίχοι του ποιήματος εναλλάσσονται με τις εκκλησιαστικές μελωδίες, μέχρι που η ιδιότυπη προσευχή εμπλουτίζεται με άγνωστη σύνθεση για ένα σπίτι που καταρρέει, αποχαιρετώντας τους γύρω του. Και καταλήγει μ’ ένα σαφές μήνυμα: «Εγώ φεύγω, πρέπει να βγω στην πολιτεία. Καληνύχτα!».