Από τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» του Ντοστογέφσκι ώς την «Μπαλάντα του λυπημένου καφενείου» της Κάρσον ΜακΚάλερς, η πεζογραφία είναι η εναρμόνιση λεπτομερειών σε σχέση με ανθρώπινες συμπεριφορές που κάνει τα αντίστοιχα βιβλία αξιοδιάβαστα –με όποια κλιμάκωση και αν επιδέχεται ο όρος αυτός. Οταν διαβάζεις ένα βιβλίο –ας χρησιμοποιήσουμε καταχρηστικά τον όρο «επαγγελματικά» –το πρώτο που σε ενδιαφέρει είναι να διακριβώσεις αν η σύνθεσή του και η όποια μαγεία του είναι αποτέλεσμα μιας αδιακρίβωτης αλχημείας. Ή αν τα γεγονότα αυτά καθεαυτά είναι τόσο συναρπαστικά ώστε και μόνον η έκθεσή τους να κάνει το βιβλίο ενδιαφέρον.
Οσον αφορά τις «Βενετσιάνικες βινιέτες» της Αντωνίας Πανταζοπούλου – Σακελλαρίου τα αυθεντικά περιστατικά, που ενσωματώνονται στις πέντε ιστορίες του πεζογραφήματος, διατηρούν τον πηγαίο χαρακτήρα μιας πρωταρχικής έμπνευσης. Είναι γνωστά σε πολλούς τα σχεδιαγράμματα που κατέστρωνε ο Καραγάτσης προκειμένου να διατηρεί διαρκώς ο ίδιος ζωντανή την εικόνα των σχέσεων, όπως τις ανέπτυσσε, ανάμεσα στους ήρωές του. Θα θεωρούσε κανείς τη μέθοδο του Καραγάτση ως την μόνη πιθανή για την Πανταζοπούλου, αφού χωρίς έναν αντίστοιχο μπούσουλα, ακόμη κι αν δεν είχε χαθεί η ίδια μέσα στον αναπαριστάμενο λαβύρινθο εποχών, κοινωνιών, τόπων, ανθρώπων και συμπεριφορών, αυτό θα είχε συμβεί για τον αναγνώστη. Ενώ τώρα, αντίθετα, είτε πρόκειται για το περιστατικό της ισχυρής κυβέρνησης Παπανδρέου με την αναμενόμενη ρήξη του με το Παλάτι και την όξυνση στα 1964 του Κυπριακού (στην ιστορία «Αμαλία») είτε για τον επαναστατικό πυρετό που είχαν προκαλέσει οι Νεότουρκοι με επικεφαλής τον τούρκο στρατιωτικό και πολιτικό Ισμαήλ Εμβέρ στα 1908 στη Θεσσαλονίκη (στην ιστορία «Παύλος Ιακωβίδης»), η Πανταζοπούλου μοιάζει να μεταβάλλει τον λαβύρινθο σε τοιχογραφία. Ετσι ώστε συχνά με μια πινελιά να αποκαθαίρει και να σταθεροποιεί περιβάλλοντα και χρόνους και προπαντός τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους σε αναφορά πάντα με τον χώρο τους.
Ερωτικό στοιχείο
Και ενώ το αισθηματικό στοιχείο ή και το ερωτικό ως δίχτυ ασφαλείας φαίνεται να κρατάνε περιστατικά και ιστορίες τεράστιας σημασίας, απλώς για να γίνονται πιο ευκολοσυγκράτητες και πιθανόν πιο νοσταλγημένες, τελικά το ίδιο το αισθηματικό και το ερωτικό στοιχείο αυτονομούνται εντελώς. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε σε σύγκριση ή σε αντιπαράθεση με το ιστορικό στοιχείο, μια ακατάγραφη μέσα στο παρελθόν λεπτομέρεια, άηχη, συντριμμένη, να ακούγεται τόσο ηχηρή όσο το αναγνωρισμένο από όλους γεγονός, ευθύς μόλις αναφερθεί αυτή. Για παράδειγμα στην ιστορία με τον τίτλο «Εστεμπάν Μαράλες» διαβάζουμε: «Ο Εστεμπάν έλεγε στην Μανουελίτα πως η μάνα του τις τελευταίες ώρες της ζωής της προσπαθούσε ακόμα να δροσιστεί με μια βεντάλια σαν λευκό σπασμένο φτερό κάποιου παρεπιδημούντος αγγέλου που φτεροκόπησε ένα πρωί, τόσο πρωί που μόνο εκείνη είχε ξυπνήσει». Πρόκειται σαφώς για μια λεπτομέρεια που αν εξελίσσεται σε σημαντική, είναι επειδή κάποιος αποφάσισε να την καταγράψει, όμως ο τρόπος με τον οποίο ενσωματώνεται μέσα στην όλη σύνθεση την κάνει τόσο αναντικατάστατη και τόσο διαφωτιστική όσο θα υποστήριζε κανείς πως συμβαίνει με μια πληροφορία που μας δίνεται στην τελευταία κυριολεκτικά σελίδα του βιβλίου και περιλαμβάνεται στην ιστορία «Σιμόν»: «Η Σιμόν Μιράντα Μαρία Ροσάριο Ντε Λα Μολ πέθανε πριν προλάβει να δει να εκλέγεται ο πρώτος έγχρωμος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Την βρήκαν καθιστή στο κρεβάτι της “να διαβάζει την Βίβλο με την καρδιά της», όπως θα έλεγε η γιαγιά της”».
Οταν σε ένα ή έστω σε δυο αφηγήματα μια βεντάλια που μοιάζει με φτερό αγγέλου γίνεται για την όλη σύνθεση εξίσου καθοριστική με την ύπαρξη του πρώτου έγχρωμου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, που όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά ποιος είναι, τότε ακριβώς έχουμε ως αποτέλεσμα μια πεζογραφία που καμιά περιοχή του συνειδητού ή ακόμη και του ασυνειδήτου, ή της Ιστορίας, δεν θα μπορούσε να της ορθωθεί ως απαγορευμένη. Σημειώνοντας μια ακόμη χαρακτηριστική λεπτομέρεια σε σχέση με το χωρίο όπου αναφέρονται η Σιμόν Μιράντα και ο έγχρωμος πρόεδρος. Στον βαθμό που η άγνωστη, η ανώνυμη κοινωνικά και ιστορικά Σιμόν Μιράντα οφείλει να υπάρξει με το όνομά της, αφού αυτό είναι το επισκεπτήριό της στον κόσμο, η αναφορά του ονόματος του πρώτου έγχρωμου προέδρου με την ιδιότητά του την παγκοσμίως γνωστή και μάλιστα για δεκαετίες, θα κατέστρεφε πολύ βαθιές ισορροπίες που τώρα διατηρούνται ακριβέστατες μέσα στις «Βενετσιάνικες βινιέτες».
Αόρατες σχέσεις
Θα πρέπει να έχει απασχολήσει πολύ την Πανταζοπούλου η ρήση «Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις» αν κρίνουμε από το γεγονός πως και οι πέντε ιστορίες του βιβλίου της έχουν ως τίτλους ονόματα, με τα τέσσερα να τα έχουμε ήδη αναφέρει ενώ το πέμπτο είναι «Ιωσήφ Λουτζάνι». Κατά συνέπεια θα θεωρούσε κανείς ως αδικαιολόγητη τη λέξη «ετερόκλητες» που σημειώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου προκειμένου να χαρακτηριστούν οι πέντε ιστορίες του. Μπορεί η Βενετία του 1797 να μη διατηρεί, φαινομενικά, καμία σχέση με την Θεσσαλονίκη του 1908 ή με τον τυφώνα Κατρίνα που κατέστρεψε το 2005 την Νέα Ορλεάνη, αλλά πρόθεση της πεζογραφίας δεν είναι να φέρνει στην επιφάνεια ή να υπογραμμίζει σχέσεις ορατές. Οσο πιο απομακρυσμένα αναγνωρίζονται ανάμεσά τους τα γεγονότα τόσο μεγαλώνει το ενδεχόμενο να επικοινωνούν ασφαλέστερα μεταξύ τους. Αν μάλιστα δεν θα μας έφταναν για να μας το εξηγήσουν οι στίχοι του Ν. Δ. Καρούζου πως «αν βασανίσεις σήμερα μια πεταλούδα / κάπου θα πονέσει αύριο ο πολιτισμός», θα μπορούσε να το τεκμηριώσει η κουβέντα της Ελένης Αρβελέρ ότι «ανοίγουμε ένα παράθυρο στο Παρίσι και κρυολογούν δέκα άνθρωποι στην Κίνα». Τόσο περισσότερο που η Πανταζοπούλου κατέχει την τέχνη του σκιόφωτος ώστε όσο αποτελεσματική αναδεικνύεται για εποχές που κάθε άλλο παρά εύκολα προσβάσιμες είναι, εξίσου ουσιαστική κρίνεται όταν αξιοποιεί συγκαιρινές μας ατμόσφαιρες. Μιλάμε ενδεχομένως υπέρ του δέοντος για τα υφολογικά στοιχεία του πεζογραφήματος και πολύ λιγότερο για το περιεχόμενό του, αλλά το ύφος δεν είναι μόνο ένας άνθρωπος, είναι και ένα βιβλίο. Το εξαίσιο λοιπόν (για να χρησιμοποιήσουμε ένα επίθετο που άρεσε πολύ στον Μάνο Xατζιδάκι) δεν είναι ότι η πρώτη ιστορία με τον τίτλο «Ιωσήφ Λουτζάνι» διαβάζεται σχεδόν σαν ένα απόκρυφο ευαγγέλιο ή σαν μια ιστορία που ένας μοναχός του Μεσαίωνα την κατέγραψε μυστικά, ώστε διασωζόμενη από τις συμπληγάδες του καιρού του να φτάσει αλώβητη σε εποχές που θα ανέτελλαν ελεύθερες. Το ίδιο μυστικό ρίγος που αισθάνεται κανείς σήμερα με τον «Ιωσήφ Λουτζάνι» μπορεί να το προεξοφλήσει για τους μελλοντικούς αναγνώστες και των τεσσάρων άλλων ιστοριών. Σε μια σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ανοιχτή κοινωνία, όπως καμαρώνει να ονομάζεται η δική μας, η Πανταζοπούλου έγραψε τις ιστορίες της ως ένα μυστικό που είτε ψιθυρίζεται στο αφτί ενός μόνο ανθρώπου είτε ρίχνεται ως μποτίλια στο πέλαγος.

Αντωνία Πανταζοπούλου – Σακελλαρίου

Βενετσιάνικες βινιέτες

Εκδ. Κέδρος, 2016,

σελ. 456

Τιμή: 15,50 ευρώ