Λίγες ημέρες μετά την επίσκεψη του Γιώργου Παπανδρέου στο Καστελλόριζο και την υπαγωγή της χώρας σε διεθνή οικονομικό έλεγχο λόγω του υπέρμετρου διεθνούς δανεισμού, ο τότε διευθυντής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος – Καν, σε μια συνέντευξή του που είχε περάσει απαρατήρητη στην Ελλάδα, άφηνε να εννοηθεί ότι για τις χώρες που θα μπαίνουν «σε πρόγραμμα» θα ζητεί από την αντιπολίτευση να προσυπογράφει το σχετικό Μνημόνιο. «Η εμπειρία μας έχει δείξει ότι τα προγράμματα του ΔΝΤ αποδίδουν καλύτερα αποτελέσματα στις χώρες όπου υπάρχει ευρεία πολιτική συναίνεση στην εφαρμογή τους» είχε δηλώσει τότε ο Στρος – Καν.
Στη συνέχεια, το δόγμα Στρος – Καν εφαρμόστηκε χωρίς προβλήματα στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία, όπου οι πολιτικές δυνάμεις λίγο – πολύ αντιλήφθηκαν πως από τη στιγμή που η χώρα ζητά διεθνή οικονομική βοήθεια, αναλαμβάνει διεθνείς υποχρεώσεις που περιορίζουν σημαντικά τα περιθώρια άσκησης εθνικής οικονομικής πολιτικής άλλης από αυτή που θεωρούν ορθή οι δανειστές. Μόνο στην Ελλάδα υπήρξαν αντιδράσεις, οι οποίες προήλθαν όχι μόνο από τα κόμματα που ουδέποτε λάτρεψαν την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης, αλλά και από τη ΝΔ, το κόμμα που έβαλε την Ελλάδα στην ΕΟΚ.
Ο Αντώνης Σαμαράς ανήγαγε σε μείζον ζήτημα τη μη προσυπογραφή της συμφωνίας με τους δανειστές και έχοντας στο πλευρό του ακόμη και τον ΣΥΡΙΖΑ, τράβηξε την υπόθεση στα άκρα.
Αποτέλεσμα της στάσης της ΝΔ ήταν ο μεν Σόιμπλε να πει σε κάποιο Συμβούλιο της ευρωζώνης ότι για να δανείσει την Ελλάδα θα ήθελε την προσυπογραφή του Μνημονίου και από το ΚΚΕ, ενώ ο Αντώνης Σαμαράς άρχισε να αντιλαμβάνεται πως σταδιακώς γινόταν persona non grata στο Ευρωπαικό Λαϊκό Κόμμα. Ετσι, θέλοντας και μη, ο Αντώνης Σαμαράς υποχρεώθηκε κάποια στιγμή να δώσει «λόγο τιμής» ότι αν κάποτε έρθει στην κυβέρνηση, δεν θα αθετήσει την υπογραφή της χώρας του, ενώ ο Σόιμπλε έπαψε να απαιτεί την υπογραφή του ΚΚΕ κάτω από το Μνημόνιο. Χθες, ωστόσο, ο γερμανός υπουργός Οικονομίας δεν ζήτησε «λόγο τιμής» από τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι δεν θα καταργήσει αύριο αυτά που σύντομα θα νομοθετήσει η κυβέρνηση Τσίπρα. «Θα βρούμε», είπε, «μια διατύπωση ώστε η νομοθέτηση να έχει ισχύ ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών». Και ως γνωστόν, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όπως άλλωστε και η Κριστίν Λαγκάρντ, μπορεί από οικονομικά να είναι άσχετοι, από νομικά όμως, ως άριστοι δικηγόροι, σκαμπάζουν.