Ο ΣΥΡΙΖΑ υποδύεται την ιστορική συνέχεια του «γνήσιου» ΠΑΣΟΚ. Ο ίδιος ο κύριος Τσίπρας αλλοιώνει τη φωνή του και ξεπατικώνει φράσεις του Ανδρέα Παπανδρέου για να δώσει αυτήν ακριβώς την αίσθηση.
Μέρος της αντιπολίτευσης –και δεν αναφέρομαι μόνο στην παραδοσιακή Δεξιά αλλά και στους κοινωνικά και πολιτικά φιλελευθέρους, στους σοσιαλδημοκράτες, στους κεντροαριστερούς –τον βοηθά όσο μπορεί. Πώς; Ρίχνοντας τη δεκαετία του 1980 στο πυρ το εξώτερον. Μνημονεύοντάς την σαν πηγή του κακού, σαν αφετηρία των παθογενειών που στραγγαλίζουν σήμερα την ελληνική κοινωνία.
«Ολα άρχισαν να στραβώνουν όταν, εκείνη τη 18η Οκτωβρίου, ήρθε στα πράγματα ένας εσμός τυχάρπαστων μουστακαλήδων, οι πρασινοφρουροί, και ξεχαρβάλωσαν κάθε δομή. Επέλασαν στην εκπαίδευση, έπεσαν σαν ακρίδες στη Δημόσια Διοίκηση, έχυσαν στις φλέβες της κοινωνίας το δηλητήριο της αναξιοκρατίας, του κομματισμού, της προσχηματικής εργασίας, της συναλλαγής. Της διαφθοράς» αποφαίνονται με σηκωμένο φρύδι σεβάσμιοι πλέον πρεσβύτες, που η ηλικία τους –αν μη τι άλλο –θα όφειλε να τους δίνει ιστορική μνήμη.
Κι όμως. Ιστορική μνήμη δεν έχουν.
Ειδάλλως δεν θα παρουσίαζαν την προ ΠΑΣΟΚ Ελλάδα σαν μιαν Εδέμ περίπου ευημερίας, δικαιοσύνης, παραγωγικότητας, όπου οι θεσμοί λειτουργούσαν περίφημα και οι άνθρωποι δούλευαν ολοπρόθυμα και απολάμβαναν το προϊόν του μόχθου τους.
Αλλιώς δεν θα λησμονούσαν ότι φατριασμός υπήρχε απ’ τον καιρό του Οθωνα. Πως το ρουσφέτι κυριαρχούσε, οι ψηφοφόροι προσλαμβάνονταν στο Δημόσιο με σημείωμα του πολιτευτή τους και όποτε άλλαζε η κυβέρνηση, απολύονταν και έκλαιγαν γοερά στην πλατεία, η οποία για αυτό ακριβώς ονομάστηκε Κλαυθμώνος.
Πως το κοινό ταμείο το τρυγούσαν πάντοτε οι επιτήδειοι και όλα τα πακέτα ξένης βοήθειας –από τα δάνεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας μέχρι το Σχέδιο Μάρσαλ –έφτασαν στους δικαιούχους τους ελεεινά απισχνασμένα, σκιά του εαυτού τους.
Οτι στον σβέρκο της κοινωνίας μπορεί να μην κάθονταν προ του 1981 οι Τσοχατζόπουλοι και οι Κουτσόγιωργες, έστηναν ωστόσο χορό κάθε λογής μπαγαπόντηδες που όσο λούστρο τούς περίσσευε τόση τσίπα τους έλειπε. Κληρονόμοι βουλευτικών εδρών, πάππου προς πάππου καθηγητές πανεπιστημίου, σόγια που κρατούσαν τα κλειδιά και παντρεύονταν μεταξύ τους για να αυξήσουν την ισχύ τους. Από καιρού εις καιρόν καλωσόριζαν και κανέναν χαρισματικό σώγαμπρο –τον Βενιζέλο το 1909, τον Καραμανλή το 1955 –και τον εναγκαλίζονταν με σκοπό να τον αφομοιώσουν, να τον κάνουν εγγυητή των προνομίων τους.
Ολα τα παραπάνω δεν τα εισήγαγε στην πατρίδα μας ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ξεχνούν επίσης –ή αποσιωπούν –οι πρεσβύτες που κουνούν το δάχτυλο ότι στα δυτικά προάστια της Αθήνας, ακόμα και στα 70s, τα σχολεία στεγάζονταν σε παραπήγματα με ξυλόσομπες. Πως η ελληνική ύπαιθρος δεν έλεγε να συνέλθει από τον Εμφύλιο και από τη μαζική μετανάστευση που ακολούθησε. Οτι η προίκα διατηρούνταν ως θεσμός – πυλώνας της «αγίας» ελληνικής οικογένειας, τα παιδιά εκτός γάμου τα φώναζαν μπάσταρδα, η μοιχεία παρέμενε ποινικό αδίκημα, τυχόν δε συμμετοχή του πατέρα ή κάποιου μπάρμπα σου στο ΕΑΜ σήμαινε πως ο αστυνόμος της γειτονιάς θα σε κοιτούσε πάντα με μισό μάτι.
Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου μπορεί να έχασε πολλές από τις ευκαιρίες που μας προσέφερε η ένταξη στην ΕΟΚ. Την ευκαιρία κυρίως να αναδομήσει την οικονομία και να την καταστήσει σχεδόν αειφόρα μέσα στο περιβάλλον των ισχυρότερων και δημοκρατικότερων χωρών του «παλιού κόσμου». Μπορεί να αρκέστηκε, από το να θεμελιώσει το κοινωνικό κράτος, να εκλαϊκεύσει το πελατειακό. Ικανοποίησε εντούτοις μια πλειάδα από πάγια, ιστορικά αιτήματα των Ελλήνων. Οσοι ομνύουν στην ισχυρή μεσαία τάξη ως προϋπόθεσης για κάθε μορφής πρόοδο δεν νοείται παρά να βάζουν θετικό πρόσημο στη δεκαετία του 1980.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου δικαίωσε εν πολλοίς την ελπίδα που επενδύθηκε επάνω του. Κάθε σύγκρισή του με τον Αλέξη Τσίπρα θα έπρεπε να φέρνει γέλιο. Ή καλύτερα κλαυσίγελο.