Καθώς γιορτάζουμε τα 60 χρόνια Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) αναλογίζομαι την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας, που διανύει τον τριακοστό έβδομο χρόνο συμμετοχής της σε αυτήν. Προσχώρησε, ως γνωστόν, το 1981 ύστερα από μια περιπετειώδη περίοδο σύνδεσης που άρχισε το 1961 με την υπογραφή της Συμφωνίας των Αθηνών, η οποία όμως ουδέποτε εφαρμόστηκε ομαλά για να παγώσει πλήρως τον Μάιο 1967 μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας (εκτός από την τελωνειακή ένωση). Εζησα την πορεία της χώρας στην ΕΕ από πολύ κοντά, «από μέσα» θα έλεγα, από την εποχή των διαπραγματεύσεων για την ένταξη ως συνεργάτης του αείμνηστου Βύρωνος Θεοδωρόπουλου, του πρέσβη επικεφαλής της ομάδας των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Μπορεί το συμφωνικό έργο με τον τίτλο «ένταξη στην ΕΟΚ» να το έγραψε το 1975 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αλλά αν δεν το εκτελούσε με απαράμιλλη μαεστρία ως επικεφαλής της διαπραγμάτευσης ο Θεοδωρόπουλος, ίσως να έμενε ανεκτέλεστο σε κάποιο συρτάρι. Την έζησα στη συνέχεια επίσης «από μέσα» σε όλες τις μεγάλες και μικρές της στιγμές, είτε ως πρεσβευτής – σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών είτε ως σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη γα τα ευρωπαϊκά θέματα. Ημουν εκεί στις μεγάλες διαπραγματεύσεις όλων των Συνθηκών π.χ. (μετά τη Συνθήκη της Ρώμης) που διαμόρφωσαν τη σημερινή Ενωση, από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη μέχρι τη Συνθήκη της Λισαβόνας.
Στα 37 χρόνια συμμετοχής της στην Ενωση η Ελλάδα υπήρξε δυστυχώς το κατ’ εξοχήν προβληματικό μέλος που προκαλούσε κρίσεις και δυσχέρειες στη λειτουργία του συστήματος (η Βρετανία είναι άλλης κατηγορίας πρόβλημα), αν και το περισσότερο ευνοημένο (οι κατά κεφαλήν χορηγήσεις πόρων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ είναι οι υψηλότερες όλων). Στις περισσότερες περιπτώσεις η Ελλάδα υπήρξε πρόβλημα χωρίς ουσιαστικό λόγο και αιτία π.χ. για τη μεγιστοποίηση των ελληνικών συμφερόντων, αλλά είτε για λόγους ιδεοληπτικούς (υποστήριξη π.χ. ορισμένων απεχθών καθεστώτων όπως αυτό της Λιβύης του Καντάφι τη δεκαετία του 1980 ή της Σοβιετικής Ενωσης –τραυματικό επεισόδιο με την κατάρριψη του κορεατικού τζάμπο το 1983 κ.ά.) είτε εξαιτίας της «εθνικής μας τύφλωσης» (π.χ. υποστήριξη Μιλόσεβιτς την περίοδο της βαλκανικής σύγκρουσης, τρόπος δημιουργίας του θέματος της ονομασίας της γειτονικής μας χώρας –ΠΓΔΜ) ή, τέλος, για την απροθυμία και αδυναμία μας να προσαρμοστούμε μέσα από διαρθρωτικές αλλαγές στη λογική της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Υπήρξαν ωστόσο και εξαιρέσεις στον ζοφερό αυτό απολογισμό, όπως π.χ. οι στιγμές που ο Θεόδωρος Πάγκαλος ως (ο καλύτερος) υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων διεκδικούσε τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ).
Ωστόσο η μόνη και ασυγκρίτως καλύτερη στιγμή της Ελλάδας στην Ενωση υπήρξε αναντίρρητα αυτή της περιόδου 1996-2004, της περιόδου δηλαδή διακυβέρνησης της χώρας από τον Σημίτη. Ηταν η περίοδος που η μικρή Ελλάδα αναδείχτηκε πρωταγωνιστικός παίκτης κύρους του συστήματος μεγιστοποιώντας τα συμφέροντά της με, μεταξύ άλλων, την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, την ένταξη της Κύπρου, τον εξευρωπαϊσμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων (που στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε), αλλά και συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση της ΕΕ (άνοιγμα διαδικασίας ένταξης βαλκανικών χωρών – Agenda Θεσσαλονίκης). Η Ελλάδα ήταν τότε η ισχυρή και αξιόπιστη χώρα. Το πλέον αδιάψευστο αποδεικτικό στοιχείο: η Ελλάδα στην όλη ενωσιακή της διαδρομή κατέκτησε μόνο τρεις υψηλές θεσμικές θέσεις στο σύστημα της ΕΕ. Θέσεις για τις οποίες η επιλογή δεν γίνεται ως πολιτική απόφαση αλλά με αντικειμενικά, αξιοκρατικά κριτήρια και με δύσκολες ανταγωνιστικές διαδικασίες. Πρόκειται για τις θέσεις του αντιπροέδρου της ΕΚΤ (Λουκάς Παπαδήμος), του ευρωπαίου διαμεσολαβητή (Νικηφόρος Διαμαντούρος) και του προέδρου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου –ΔΕΚ (Βασίλης Σκουρής). Ε, αυτές οι επιλογές έγιναν την περίοδο 1996-2004, όταν δηλαδή η Ελλάδα ήταν η αξιόπιστη χώρα των σοβαρών Ελλήνων που την εμπιστεύονταν. Με την αποχώρηση των τριών, η Ελλάδα δεν κατέχει καμιά υψηλή, μη πολιτική, ανταγωνιστική θεσμική θέση ούτε δυστυχώς πρόκειται να αναλάβει στην κατάσταση που βρίσκεται και με το Grexit να πλανάται απειλητικά.
Μπορεί η Ελλάδα να επανέλθει ως κανονικό, αξιόπιστο μέλος της ΕΕ; Τίποτα δεν είναι αναπόφευκτο, τίποτα προδιαγεγραμμένο. Ολα τα σενάρια είναι ανοιχτά. Ορος για «να επανέλθει» είναι πάντως να εκπληρωθούν οι βασικές πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις. Διαδικασία δύσκολη αλλά όχι και αδύνατη. Είναι στα χέρια του καθενός ξεχωριστά.