Αν αυτά τα ποτά και οι γυναίκες, που έφαγαν –κατά τον πικραμένο Γερούν Ντεϊσελμπλούμ –τα λεφτά των ανθρώπων του Νότου, ήταν απλώς ένα ζαλισμένο από μια εκλογική πανωλεθρία lapsus linguae, δεν θα είχε και πολλά να συζητήσει κανείς. Κι αν πάλι ήταν απλώς μια κάπως χοντροκομμένη απόπειρα ενός επαγγελματία της πολιτικής να καλοπιάσει εκείνους από τους οποίους εξαρτάται η διασφάλιση της θέσης του ως προέδρου του Eurogroup –τους ανθρώπους στο υπουργείο Οικονομικών στο Βερολίνο -, θα μπορούσε κανείς να το παραβλέψει. Να δείξει κατανόηση. Αλλά έχω την εντύπωση ότι είναι κάτι περισσότερο από αυτό.
Εχω την εντύπωση πως αν ο Ντεϊσελμπλούμ αποφάσισε αίφνης να ξεθάψει τα αρχαϊκά στερεότυπα που κυριαρχούσαν στα πρώτα χρόνια της κρίσης, στα χρόνια 2010-2011, αν αποφάσισε αίφνης να υιοθετήσει τη γλώσσα της «Bild» και τα σχήματα της εποχής όπου η Αφροδίτη της Μήλου έκανε άσεμνες χειρονομίες στους Ευρωπαίους από το εξώφυλλο του «Focus», είναι επειδή, ανεπαισθήτως, το κλίμα εκείνης της εποχής, το βαρομετρικό χαμηλό των υποτιμητικών στερεοτύπων και της ηθικολογούσας ερμηνείας της κρίσης, επιστρέφει. Δριμύτερο.
Φλασμπάκ. Οταν η Ισλανδία χρεοκοπούσε, το φθινόπωρο του 2008, ημέρες μόλις μετά το κραχ της Λίμαν, τα στοιχήματα προεξοφλούσαν ότι το επόμενο ντόμινο που θα πέσει, η χώρα που θα φέρει το κραχ στο εσωτερικό της ευρωζώνης, θα ήταν η Ιρλανδία. «Τι χωρίζει την Ισλανδία από την Ιρλανδία;» έλεγε το καλαμπούρι της εποχής. «Ενα γράμμα και λίγοι μήνες» ήταν η απάντηση. Αλλά η Ιρλανδία, με καθολική σχεδόν συναίνεση των πολιτικών της κομμάτων και των συνδικάτων, έκανε αιματηρές περικοπές, έστελνε σήματα πειθαρχίας στις αγορές, κρατιόταν με τα νύχια στο χείλος της αβύσσου, κέρδιζε χρόνο. Και στο μεταξύ, αμέριμνη και φουριόζα, η Ελλάδα, το αουτσάιντερ στα στοιχήματα, προσπέρασε το σμαραγδένιο νησί και τερμάτισε πρώτη την πίστα.
Ηταν η Ελλάδα, οδηγημένη από μια πολιτική τάξη ιδιοτελώς απροσάρμοστη, θύμα της αυταπάτης της (ας είμαστε δίκαιοι: δεν ανακάλυψε ο Τσίπρας τις αυταπάτες στον καιρό της κρίσης) πως η οικονομία ήταν θωρακισμένη ή πως υπήρχε χρόνος να αναβληθούν τα δημοσιονικά μέτρα ωσότου εξερευνηθούν οι μεταρρυθμιστικοί χάρτες, η οποία αποκλείστηκε πρώτη από τις αγορές και υποχρεώθηκε να ζητήσει την ελεημοσύνη των εταίρων της.
Η Ελλάδα ήταν το τέλειο θύμα. Αν η Ιρλανδία είχε πρώτη ανοίξει τον κύκλο των Μνημονίων, κανείς, ούτε καν η «Bild», δεν θα μπορούσε να πει ότι η αιτία της κρίσης ήταν η ασωτία, η παράβαση των δημοσιονομικών κανόνων, οι σπατάλες, τα ποτά ή οι γυναίκες. Η Ιρλανδία είχε, την παραμονή της κρίσης, δημοσιονομικές επιδόσεις πολύ καλύτερες της Γερμανίας ή της Ολλανδίας και το δημόσιο χρέος της ήταν μόλις 25% του ΑΕΠ. Αν λοιπόν η κρίση είχε χτυπήσει πρώτα μια υποδειγματικά ενάρετη δημοσιονομικά χώρα, κανείς δεν θα μπορούσε να κρυφτεί πίσω από ηθικολογικές ερμηνείες. Οι βαθύτερες αιτίες της κρίσης θα έρχονταν υποχρεωτικά στο φως και οι θεραπείες θα διαμορφώνονταν πιο ορθολογικά. Αλλά η ατυχία της Ελλάδας και της Ευρώπης ήταν πως ο πρώτος κρίκος που έμελλε να σπάσει ήταν ο γαλανόλευκος.
Μια χώρα με βεβαρημένο ποινικό μητρώο αλλοίωσης ή πλημμελούς τήρησης των δημοσιονομικών της βιβλίων, μια χώρα με χρέος (τότε) 130% του ΑΕΠ, με γιγάντια ελλείμματα, παραδειγματικά κακή διαχείριση και κατασπατάληση κοινοτικών πόρων και επιδόσεις πρωταθλητή στη διαφθορά, στη φοροδιαφυγή και στο πελατειακό κράτος ήταν το τέλειο θύμα. Ο ιδανικός ένοχος.
Ολοι στην Ευρώπη κρύφτηκαν πίσω από τις ελληνικές αμαρτίες για να κρύψουν τις δομικές αιτίες της κρίσης και να ράψουν συνταγές αντιμετώπισής της με ισχυρό τιμωρητικό χαρακτήρα.
Χάθηκε χρόνος, προκλήθηκε αναίτιος πρόσθετος πόνος, αλλά κάποια στιγμή τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Ο ρεαλισμός επέστρεψε, η συνταγή, σε κάποιον βαθμό, διορθώθηκε, η ηθικολογική ερμηνεία της κρίσης αποσύρθηκε. Γιατί επιστρέφει τώρα λοιπόν; Και γιατί επιστρέφει έτσι πανηγυρικά, από τα χείλη του επικεφαλής του Eurogroup;
Μια εξήγηση θα μπορούσε να είναι πως πληρώνουμε και πάλι έναν λάθος υπολογισμό, μια ακόμη αυταπάτη. Κάποιοι πίστεψαν πως αν σύρουμε την εκκρεμή αξιολόγηση ώστε να συμπέσει με τον εκλογικό χρόνο της Ευρώπης, θα μπορούσαμε να επωφεληθούμε, να αξιοποιήσουμε τη μεγάλη εκλογική αναταραχή ως μια υπέροχη διαπραγματευτική κατάσταση. Ηταν λάθος υπολογισμός. Ολα δείχνουν πως, καθώς η θεσμική Ευρώπη ανθίσταται στην έφοδο του ευρωπαϊκού tea party (το οποίο, ας μην το λησμονούμε, ξεκίνησε ως ένσταση στα προγράμματα «διάσωσης» των χωρών του Νότου, πριν γιγαντωθεί ως εναντίωση στις ροές των προσφύγων), η ελληνική διαπραγματευτική θέση χάνει ραγδαία την όποια ισχύ της.
Και όπως η καμπάνια της «Bild», στις αρχές του 2010, ήταν ο προάγγελος ενός κακού πρώτου Μνημονίου, έτσι και τώρα, ίσως, τα ποτά και οι γυναίκες του Ντεϊσελμπλούμ να είναι ο προάγγελος μιας πολύ δυσάρεστης τροπής του δράματός μας.