Σήμερα, παραμονή της ημέρας του μπακαλιάρου, εδώ θα μιλήσουμε για σουβλατζίδικα. Τα θυμόσαστε παλαιότερα; Με έναν πάγκο άντε και ένα τραπεζάκι στο βάθος, όπου κάποιος γραφικός μπεκιάρης, «υιοθετημένος» από τον καταστηματάρχη, καθόταν με τις ώρες πίνοντας μπίρες και ατενίζοντας το κενό. Οι υπόλοιποι είτε παραγγέλναμε ντελίβερι είτε περνούσαμε στα γρήγορα να πάρουμε τα παραφουσκωμένα πακέτα. Με την κρίση μεταλλάχθηκαν και τα σουβλατζίδικα. Ούτε ακριβώς εστιατόρια ούτε όμως μόνο ταχυφαγεία. Αρχισαν να απλώνουν μισερά τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο. Με άβολες, φτενές, πλαστικές καρέκλες –ίσα που χωράει να καθήσει ενήλικος. Εξασφαλίζουν όμως μια επίφαση εξόδου για μισοάδεια πορτοφόλια. Για ένα μαραζωμένο ζευγάρι ή δύο μεσόκοπες φίλες που κανονίζουν να βρεθούν γιατί νομίζουν ότι έχουν να πουν πολλά ενώ, στην πραγματικότητα, δεν θέλουν να πουν τίποτα. Από ένα πιτόγυρο με απ’ όλα (τα κάνουν όλο και πιο μπαμπάτσικα τελευταία) και μια μπίρα στα δύο, με έξι ευρώ δηλαδή, διατηρούν την πολυτέλεια της ψευδαίσθησης ότι «βγήκαν έξω για φαγητό». Ενίοτε πιο απαραίτητη και χορταστική από το ίδιο το σουβλάκι.
Τους σερβίρουν αφηρημένα γκαρσόνια και ανάμεσά τους περνάνε οι ντελιβεράδες με τις ισοθερμικές τσάντες. Κάποιοι από αυτούς άνω των πενήντα, με μια συστολή στο σώμα και το βλέμμα, σαν να φταίνε οι ίδιοι που η ανεργία τους έκανε να τρέχουν μέσα στη νύχτα με τα μηχανάκια. Στο εσωτερικό του μαγαζιού, η κόλαση της θράκας. Τρία λεπτά περιμένεις μέχρι να ετοιμαστεί η παραγγελία σου και απορείς πώς αντέχουν τόσες ώρες σε τέτοιες συνθήκες. Μια λάμψη όμως στα μάτια, ειδικά των νέων παιδιών, που κατάφεραν να βρουν έστω κι αυτή τη δουλειά, ύστερα από ποιος ξέρει πόσους μήνες, δεν σε αφήνει να τους λυπηθείς. Κάποιοι είναι αλλοδαποί. Σου πιάνουν την κουβέντα καθώς τυλίγουν το σουβλάκι, όχι από υπερβολική κοινωνικότητα αλλά με μια περηφάνια για να σου δείξουν, λες και υπάρχει μια ανομολόγητη υποχρέωση, πόσο καλά ελληνικά έχουν μάθει. Στο ταμείο κάθονται συνήθως κορίτσια. Νέα και όμορφα. Σίγουρα κάποιο αγόρι θα τα περιμένει στο τέλος της βάρδιάς τους. Με τι λαχτάρα να αγκαλιάζονται και να αγαπιούνται αυτά τα κορίτσια ύστερα από δεκάωρα μέσα στην κρεμμυδίλα και την τηγανίλα;
Κι ύστερα είναι οι μοναχικοί πελάτες. Αυτοί που αγοράζουν μόνο ένα σουβλάκι. Ηλικιωμένοι και κατά κανόνα άντρες. Χήροι φαντάζομαι έτσι όπως τους παρατηρώ, ελπίζοντας να αργήσει η παραγγελία μου για να προλάβω να τους σκανάρω όσο το δυνατόν καλύτερα και να μπορώ μετά να ανασυνθέσω με τη φαντασία μου τη ζωή τους. Ακόμη και όταν χάνονται από το οπτικό μου πεδίο, τους βλέπω να ανεβαίνουν στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας, να μπαίνουν σε ένα διαμέρισμα με πολλά σκονισμένα μπιμπελό και μια τηλεόραση, παλιάς τεχνολογίας, με σεμεδάκι –παρακαταθήκη της μακαρίτισσας. Να βάζουν άραγε το σουβλάκι σε πιάτο ή να το τρώνε κατευθείαν από τη σακούλα; Πώς είναι να τρως ένα σουβλάκι μόνος σου, μπροστά σε μια σβηστή τηλεόραση παλιάς τεχνολογίας; Αλλά ύστερα σκέφτομαι ότι μπορεί το σουβλάκι να το ταΐζουν σε μια σύζυγο με Αλτσχάιμερ. Κι αυτό είναι χειρότερο.