«Ξυπνά μια νέα δημοκρατική συνείδηση;» αναρωτιόμασταν πριν από κάποιο καιρό παρακολουθώντας τη μαχητικότητα των διαδηλώσεων στις ΗΠΑ μετά την εκλογή του Τραμπ («ΤΑ ΝΕΑ», 28-29/1/2017). Τελικά μπορεί να μην είναι μόνο ευχή. Μπορεί και να είναι μια πραγματικότητα, που δηλώνει την παρουσία της χωρίς ακόμα να εγγυάται τη σταθερότητά της. Οι ολλανδικές εκλογές έδωσαν άλλο ένα σήμα. Tα ποσοστά των ακροδεξιών μετρήθηκαν μικρότερα από τα αναμενόμενα, κυρίως όμως υπήρξε πολιτική κινητοποίηση και σημαντική άνοδος της εκλογικής συμμετοχής. Μπορεί κάποιος εύκολα να υποτιμήσει το σήμα, στο κάτω κάτω το κόμμα του Βίλντερς αυξήθηκε. Ομως, μεγάλο τμήμα της δημοκρατικής κοινής γνώμης αισθάνθηκε ανακούφιση. Και σωστά. Γιατί διαπίστωσε ότι οι ακροδεξιοί, οι λαϊκιστές και οι ψεύτες δεν επελαύνουν πλέον ασταμάτητα και ανεμπόδιστα. Σχεδόν ανακλαστικά, αφυπνίζεται το δημοκρατικό ένστικτο μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης και μια νέα πολιτικοποίηση διαπερνά τις δυτικές κοινωνίες. Επίσης, έγιναν πιο απτές η ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα και η «ανάγκη της Ευρώπης» που φαίνεται να περισφίγγεται για πρώτη φορά μεταπολεμικά από την Αμερική και τη Ρωσία συνδυασμένα. Ακολουθούν κρισιμότερες αναμετρήσεις. Στη Γαλλία, μετά τη δικαστική περιπέτεια του Φιγιόν, η αναμέτρηση έχει ξεφύγει από την αντιπαράθεση Δεξιάς – Ακροδεξιάς και η πιθανότατη νίκη του Μακρόν θα προκαλέσει ευρύτερη αναδιάταξη του κομματικού τοπίου, πέρα από την ενίσχυση της φιλευρωπαϊκής ατζέντας. Στη Γερμανία έχει ανοίξει ένας ενδιαφέρων αναστοχασμός στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας. Στην Ιταλία αντιθέτως παραμένει ο γρίφος.
Είπα αφύπνιση υπό την έννοια ότι μπορεί να συμβαίνει κάτι ανάλογο με την αντιμετώπιση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Οταν ξέσπασε, ανακίνησε τις μνήμες της κατάρρευσης του 1929 και τα τότε παθήματα έγιναν μαθήματα, ώστε να αντιμετωπιστεί πολύ πιο έγκαιρα και αποτελεσματικά. Τόσο που γυρίσαμε στο business as usual πιο γρήγορα από όσο έπρεπε, αφήνοντας δηλαδή κατά μέρος βαθύτερες μεταρρυθμίσεις της διεθνούς οικονομίας. Μπορεί λοιπόν και οι μνήμες της κατάρρευσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας του Μεσοπολέμου, η αυτοπαραίτηση τότε του φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, που άνοιξαν τον δρόμο στο κύμα του φασισμού, να λειτουργούν σαν απωθημένο ιστορικό βίωμα που ανακινήθηκε εξαιτίας της επέλασης της Ακροδεξιάς και του λαϊκισμού. Αλλωστε, σε περιόδους κρίσης, οι άνθρωποι και τα κόμματα αναστοχάζονται τις σκληρές στιγμές του παρελθόντος.
Θα ήταν ωστόσο αφέλεια να πιστέψουμε ότι η λαϊκιστική επέλαση τελειώνει. Εχουν μάλλον δίκιο όσοι υποστήριξαν ότι δεν υπάρχει ένα μεμονωμένο κύμα λαϊκισμού που σπάει μία φορά στην ακτή και τελείωσε. Θα υπάρξουν διαδοχικά κύματα και τα πιο προβληματικά πολιτικά συστήματα θα κινδυνεύσουν από διάβρωση (ξέρουμε εμείς εδώ στην Ελλάδα). Πηγή των κυμάτων στις δυτικές κοινωνίες είναι η μορφή που έχει πάρει η παγκοσμιοποίηση, η απουσία σοβαρών θεσμών ρύθμισής της, η αλλαγή των συσχετισμών που έχει επιφέρει μεταξύ Δύσης – Ανατολής, όπως επίσης και η πολιτισμική ανασφάλεια που δημιουργεί η αποδυνάμωση του έθνους-κράτους. Ευρέα στρώματα των δυτικών κοινωνιών αισθάνονται απειλούμενα, ενώ εδώ και καιρό τα «κατεστημένα» κόμματα πρόβαλλαν μια πραγματιστική υποστήριξη στις αλλαγές αυτές, αντιμετωπίζοντάς τες σαν απρόσωπο «δομικό καταναγκασμό» που υπερέβαινε τις δυνατότητες του πολιτικού ελέγχου.
Για αυτόν τον λόγο, η σταθερότερη απόκρουση των λαϊκιστικών κυμάτων και του κινδύνου μιας γενικευμένης γεωπολιτικής αποσταθεροποίησης που μπορεί να επιφέρει η «επιστροφή» των εθνικισμών, με πρώτο τον αμερικανικό, μπορεί να γίνει μόνο με όρους στρατηγικούς και όχι συγκυριακούς. Τακτικισμοί χωρίς ιδεολογικό βάρος θα είναι αλυσιτελείς. Το ερώτημα είναι αν στον νέο ιστορικό κύκλο που προφανώς έχει ανοίξει, ας πούμε συμβολικά μετά το 2008, θα μπορέσει να δημιουργηθεί στις δυτικές κοινωνίες ένα νέο ηγεμονικό πλαίσιο δημοκρατικό και διεθνιστικό. Ηγεμονικό με την έννοια ότι συνιστά ένα πλέγμα πολιτικών αντιλήψεων και αξιών, στο οποίο θα αναγνωρίζεται η κοινωνική πλειοψηφία και εντός του οποίου θα κινούνται και θα ανταγωνίζονται τουλάχιστον τα κόμματα εξουσίας. Διεθνιστικό και δημοκρατικό με την έννοια ότι θα ορίζεται τόσο από την αντίθεση προς την ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση όσο και από το μέτωπο προς τους εθνικολαϊκισμούς, τους ανταγωνιστικούς προστατευτισμούς και την πολιτική της ισχύος στις διεθνείς σχέσεις. Αυτό το πλαίσιο δεν θα είναι έργο μιας παράταξης, αλλά κοινό πεδίο συνάντησης των ιστορικών πολιτικών ρευμάτων του δημοκρατικού σοσιαλισμού, του φιλελεύθερου κοινωνικού κέντρου και του δημοκρατικού συντηρητισμού. Κοντολογίς, ένα νέο ζωτικό κέντρο βάρους γύρω από το οποίο θα διεξάγεται ο μεταξύ τους ανταγωνισμός. Προς τούτο χρειάζεται όμως να αφήσουν πίσω είτε την άκριτη εμπιστοσύνη στις αγαθοεργές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης που έτρεφαν πριν από την κρίση του 2008 είτε τη μετέπειτα πραγματιστική αποδοχή της, που τα αφοπλίζει έναντι των αντιπάλων. Ο πιο κρίσιμος αλλά και αδύναμος σήμερα κρίκος αυτού του αναστοχασμού είναι ασφαλώς η σοσιαλδημοκρατία. Η αποδυνάμωση των κομματικών συστημάτων στην Ευρώπη, και η ενδυνάμωση των λαϊκισμών, συνδέθηκε με την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας. Η αναζωογόνησή της αποτελεί κλειδί για την ανακοπή των σημερινών αρνητικών τάσεων.
Στην Ελλάδα, μετά τη χρεοκοπία, οι ανωτέρω τάσεις εκδηλώθηκαν με βιαιότητα και ιδιαιτερότητα. Από το φιλευρωπαϊκό τόξο διασώθηκε η κεντροδεξιά παράταξη, ενώ κατέρρευσε η κεντροαριστερή. Στη θέση της εμφανίστηκε ο αριστερός εθνικολαϊκιστικός ΣΥΡΙΖΑ που έγινε κυβέρνηση παρέα με τους δεξιούς εθνικολαϊκιστικούς ΑΝΕΛ. Η αναστροφή αυτής της τάσης και η συμβολή της Ελλάδας στη διαμόρφωση του νέου ηγεμονικού δημοκρατικού και διεθνιστικού πλαισίου, όπως πιο πάνω το περιγράψαμε, σημαίνουν ουσιαστικά αναστήλωση του κεντροαριστερού πυλώνα του φιλευρωπαϊσμού. Υπάρχει η άποψη ότι αυτό θα γίνει με τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ασφαλώς έχει στο εσωτερικό του τέτοιες δυνάμεις, οι οποίες, εδώ που τα λέμε, έχουν μεγάλες ευθύνες γιατί μένουν σιωπηλές εμπρός στην παρούσα εθνική παρακμή. Στον συνολικό όμως ΣΥΡΙΖΑ είναι δύσκολο να δεις τέτοιες δυναμικές. Αντιθέτως, διακρίνεις αμέσως τις συνέπειες της εθνικολαϊκιστικής φυσιογνωμίας. Η ψυχολογική άνεση με την οποία καταστρέφει για δεύτερη φορά την οικονομία της πατρίδας, η χρήση όλων των εργαλείων του παραδοσιακού πελατειακού συστήματος, η παράδοση των υπουργείων Αμυνας και Εξωτερικών σε θιασώτες του τραμπισμού, η διαχείριση του Προσφυγικού στα όρια της ανθρωπιστικής κρίσης. Αν αυτά κάνει ως κυβέρνηση, η προσεχής θητεία του στην αντιπολίτευση δεν θα βελτιώσει την κατάσταση. Κανένα ελληνικό κόμμα δεν έγινε «υπεύθυνο» όντας στην αντιπολίτευση.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου