Στο Τμήμα Α’ –τίτλος του «Μορφή του Πολιτεύματος» –του πρώτου μέρους του Συντάγματος, η παρ. 1 του άρθρου 1 ορίζει ότι το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Το άρθρο 30 του Συντάγματος ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) εκλέγεται από τη Βουλή και το άρθρο 110 ότι δεν αναθεωρούνται οι διατάξεις του που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
Δύο και αδιάσπαστα είναι τα στοιχεία του πολιτεύματος: ο τρόπος συγκρότησης της κρατικής εξουσίας (μορφή του Κράτους) και ο τρόπος άσκησής της (μορφή της κυβέρνησης του Κράτους). Το πρώτο καθορίζει τον φορέα της εξουσίας –στη δημοκρατία είναι ο λαός –και αποτελεί τη βάση, το περιεχόμενο του πολιτεύματος. Το δεύτερο καθορίζει τις οργανωτικές της βάσεις, γιατί χωρίς αυτές το περιεχόμενο της δημοκρατίας θα παρέμενε απλή εξαγγελία. Σκληρός πυρήνας των οργανωτικών αυτών βάσεων είναι οι σχέσεις νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Στη δημοκρατία, όσο πλησιέστερη προς την άμεση και καθολική ψηφοφορία είναι η εκλογή των οργάνων των δύο αυτών εξουσιών τόσο πλησιέστερο σε αυτά είναι το κέντρο βάρους της εξουσίας. Ετσι, στο προεδρικό (όχι προεδρευόμενο) σύστημα, ένας προΐσταται της εκτελεστικής εξουσίας, ο ΠτΔ, και ως εκλεγόμενος μόνος αυτός από το σύνολο του λαού είναι το κέντρο βάρους της εξουσίας. Και όχι οι επίσης άμεσα εκλεγόμενοι από τον λαό βουλευτές, στους οποίους κατακερματίζεται η λαϊκή εντολή γιατί είναι πολλοί και ο κάθε ένας έχει εκλεγεί από ένα τμήμα του λαού σε μια περιοχή της χώρας. Αντιθέτως, στο γνήσιο κοινοβουλευτικό σύστημα το κέντρο βάρους της εξουσίας είναι η άμεσα εκλεγόμενη Βουλή, στην εμπιστοσύνη της οποίας στηρίζεται η πρώτη και ουσιαστική κεφαλή της εκτελεστικής εξουσίας, η κυβέρνηση, που τη διορίζει η δεύτερη και με συμβολικές εξουσίες κεφαλή της, ο κληρονομικός (βασιλιάς) ή μη (ΠτΔ) αρχηγός του Κράτους. Αλλά εάν ο τελευταίος εκλέγεται και αυτός από τον λαό, τότε παύει το κοινοβουλευτικό σύστημα να είναι γνήσιο γιατί έχει έτσι εισαχθεί το βασικότερο στοιχείο του προεδρικού συστήματος, με συνέπεια να μετατοπισθεί το κέντρο βάρους της εξουσίας στον ΠτΔ για τον προαναφερόμενο λόγο και να έχει αυτός ουσιαστικές αρμοδιότητες ως πραγματική και όχι συμβολική κεφαλή της εκτελεστικής εξουσίας, εφόσον η άλλη (η κυβέρνηση) έχει σε σχέση με αυτόν έμμεση νομιμοποίηση, στηριζόμενη στην άμεσα εκλεγόμενη Βουλή. Είναι το ημιπροεδρικό σύστημα.
Μετά την απόρριψη της βασιλείας από τον λαό το 1974, η Βουλή κατά την ψήφιση το 1975 του Συντάγματος είχε πλήρη ελευθερία να επιλέξει μόνο τη μορφή του δημοκρατικού αβασίλευτου πολιτεύματος ως προεδρικού ή γνησίως κοινοβουλευτικού ή ημιπροεδρικού, δηλαδή τη μορφή της κυβέρνησης του Κράτους. Επέλεξε το γνήσιο κοινοβουλευτικό σύστημα με εκλογή του ΠτΔ από τη Βουλή αποκρούοντας ρητά την άμεση εκλογή του από τον λαό –προτάθηκε και η διεύρυνση της Βουλής στην περίπτωση αυτή με εκπροσώπους των ΟΤΑ –και απαγόρευσε τη μεταβολή του (Συνεδριάσεις Ξ’, ΞΒ’, ΠΗ’, ΠΘ’). Και με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 περιορίστηκαν οι αρμοδιότητες του ΠτΔ και ενισχύθηκε έτσι η θέση του Πρωθυπουργού (πρωθυπουργοκεντρισμός).
Παρά τα ανωτέρω, ενόψει της αναθεώρησης του Συντάγματος έχει προταθεί η άμεση εκλογή του ΠτΔ από τον λαό, η μεταβολή δηλαδή του πολιτεύματος σε ημιπροεδρική δημοκρατία, και έχει υποστηριχθεί ότι τούτο επιτρέπεται επειδή το Σύνταγμα απαγορεύει τη μεταβολή της μορφής μόνο του Κράτους «και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αξιών», όχι δε και της μορφής της κυβέρνησής του. Και αυτό γιατί διαφορετικά η κοινωνία δεν μπορεί να αυτοθεσμισθεί στο πλαίσιο του Συντάγματος όσον αφορά το ζήτημα αυτό, με περαιτέρω συνέπεια την ενδεχόμενη βίαιη, εκτός του πλαισίου του Συντάγματος αυτοθέσμισή της. Και αναγνωρίζεται από ορισμένους ότι βάσει της συλλογιστικής αυτής είναι κατά συνέπεια επιτρεπτή και η μεταβολή της μορφής της κυβέρνησης σε βασιλευόμενη δημοκρατία, ενώ από άλλους ότι όχι.
Βάσει όμως της ίδιας συλλογιστικής, γιατί να μην μπορεί να αυτοθεσμισθεί η κοινωνία μεταβάλλοντας ακόμα και τη μορφή του Κράτους, να πάψει δηλαδή να είναι δημοκρατία, και να αποδεχθεί θεμελιώδη δικαιώματα και αξίες που για προηγούμενες κοινωνίες ή και την αμέσως προηγούμενη είναι απαράδεκτες ή τελείως διαφορετικές; Αν τούτο γίνει δεκτό, τότε καταλήγουμε στο άτοπο να είναι αντισυνταγματικές οι διατάξεις του Συντάγματος που ορίζουν ποιες διατάξεις του δεν αναθεωρούνται!
Εξάλλου, η λογική ότι αν κάτι δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα τούτο πρέπει να ερμηνευθεί έτσι ώστε να επιτρέπεται για να αποφευχθούν βίαιες λύσεις οδηγεί στο να απειλούνται τέτοιες λύσεις «αν δεν ερμηνευθεί το Σύνταγμα όπως πρέπει» και στη γελοιοποίησή του με την υπέρβαση των ρητών απαγορεύσεών του.
Τα προβλήματα του πρωθυπουργοκεντρικού μας συστήματος μπορούν, νομίζω, να επιλυθούν στα επιτρεπόμενα πλαίσια αναθεώρησης με την εκλογή του ΠτΔ από τη Βουλή και τους άρχοντες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κάτι που συνεπάγεται την αυξημένη δημοκρατική νομιμοποίησή του και την κατά συνέπεια λελογισμένη αύξηση των αρμοδιοτήτων του. Σε κάθε περίπτωση, ο δικαστής ελέγχει αν η αναθεώρηση του Συντάγματος κινήθηκε στα πλαίσια που το ίδιο επιτρέπει (ΣτΕ 1899/1952, 401, 1495/1953).
Ο Νικόλαος Ρόζος είναι επίτιμος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, δρ Νομικής