«Δεν κινείται τίποτα». Με τη φράση αυτή, κορυφαίοι οικονομολόγοι επιχειρούν να περιγράψουν την κατάσταση που επικρατεί στην πραγματική οικονομία υπό το βάρος της συσσωρευμένης αβεβαιότητας, την ώρα που τα σήματα κινδύνου διαδέχονται το ένα το άλλο. Ακόμα και ο επικεφαλής οικονομολόγος του ESM Ρολφ Στράους έφτασε χθες στο σημείο να προειδοποιήσει –με συνέντευξή του στο ισπανικό πρακτορείο «EFE» –ότι οι καθυστερήσεις έχουν αποδειχθεί ακριβές για την ελληνική οικονομία, καθώς «τόσο ιδιωτικές επενδύσεις όσο και η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποφέρουν». Οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται και απειλούν ευθέως όχι πια την πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 2,7% του προϋπολογισμού, αλλά ακόμα και τις συντηρητικότερες εκτιμήσεις για 1,5%.
Χθες, η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωσε αύξηση του ορίου στον μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (ELA) προς τις τράπεζες κατά 400 εκατ. ευρώ. Η αύξηση αυτή, για πρώτη φορά μετά τον Σεπτέμβριο του 2015, έρχεται ως αποτέλεσμα αυξημένης κατά 300 εκατ. ευρώ χρήσης των κεφαλαίων του ELA από τις ελληνικές τράπεζες τον Φεβρουάριο, σε ένα περιβάλλον αυξημένων εκροών καταθέσεων (3,6 δισ. ευρώ από τις αρχές του έτους σύμφωνα με το Bloomberg) και έντονα ανοδικής κίνησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (περί τα 3 δισ. ευρώ).
Οι οκτώ μήνες διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη αξιολόγηση εφαρμογής του Μνημονίου έχουν αποδειχθεί ικανοί να απειλήσουν ακόμα και τις πλέον συντηρητικές εκτιμήσεις. Στα τέλη του περασμένου έτους, το ΙΟΒΕ προέβλεπε επέκταση της ελληνικής οικονομίας όχι κατά 2,7%, όπως είναι η εκτίμηση στον προϋπολογισμό, αλλά γύρω στο 1,5%. Ακόμα και αυτή η πρόβλεψη θεωρείται πλέον, αισιόδοξη.
Η Citigroup χθες ανακοίνωσε ότι η πρόβλεψή της για επέκταση κατά 1,1% φέτος αναθεωρήθηκε σε αύξηση του ΑΕΠ κατά μόλις 0,5%, ενώ εκτιμά ότι οι υφεσιακές τάσεις οι οποίες επανήλθαν δυναμικά στο προσκήνιο το τέταρτο τρίμηνο του 2016 (-1,2%) θα συνεχιστούν και κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του έτους.
Η Barclays από την πλευρά της θέτει τον πήχη της ανάκαμψης για το 2017 μόλις στο 0,4%.
ΝΕΟΙ ΜΠΕΛΑΔΕΣ. Τυχόν επιβεβαίωση τέτοιων σεναρίων θα ήταν ικανή να προκαλέσει πρόσθετους δημοσιονομικούς πονοκεφάλους στην κυβέρνηση, καθώς τα μέτρα για την ερχόμενη τριετία (προσεγγίζουν τα 4 δισ. ευρώ αν συνυπολογιστούν και οι περικοπές κοινωνικών επιδομάτων το 2018) έχουν στηριχθεί σε εκτιμήσεις μετάβασης της ελληνικής οικονομίας σε τροχιά επιταχυνόμενης ανάπτυξης.
Θεωρητικά, σύμφωνα με τους αρχικούς κυβερνητικούς σχεδιασμούς, η Ελλάδα θα είχε ήδη ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το επόμενο ορόσημο της 27ης Απριλίου, θεωρείται κι αυτό επισφαλές, την ώρα που εντείνεται η αβεβαιότητα για τη χρονική διάρκεια και την ισχύ του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ.
Οπως μετέδωσαν διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, η ΕΚΤ χορήγησε στις τράπεζες της ευρωζώνης δάνεια συνολικού ύψους 233,5 δισ. ευρώ, στο πλαίσιο της τελευταίας προσφοράς χρηματοδότησης μακροπρόθεσμης διάρκειας, ποσό υπερδιπλάσιο σε σχέση με αυτό που ανέμεναν οι αναλυτές και το μεγαλύτερο από την έναρξη του προγράμματος TLTRO’s.
Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται με το αυξημένο ενδιαφέρον των τραπεζών στις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης δανείων, καθώς πληθαίνουν οι φωνές για σταδιακή έξοδο της ΕΚΤ από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.