«Σαν μισούνται αναμεσό τους δεν τους πρέπει λευτεριά»
Διονύσιος Σολωμός.
Η επανάσταση του ελληνικού αθλητισμού, απέναντι στην τυραννική μετριότητα, κόντρα στον δεσποτικό και ανελέητο δυνάστη, κακό εαυτό μας, άρχισε ένα καλοκαιρινό βράδυ του Ιουνίου του 1987. Από τότε ο νερόμυλος του χρόνου έχει αλέσει τριάντα χρόνια και η επανάσταση ακόμα σπαράζεται από εμφύλιες έριδες και αντιπαλότητες.
Δεν υπήρξε επιτυχία σε τούτο τον τόπο που, με το που έπεσε η θερμοκρασία της στα συνήθη επίπεδα, να μην αμφισβητηθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, δεν υπήρξε ήρωας αυτού του τόπου που να μην κατηγορηθεί από εχθρούς και γείτονες και να μη φυλακιστεί στο Παλαμήδι –σύμβολο της χαιρεκακίας και της κακεντρέχειας, που έχουν στιγματίσει την ελληνική φυλή.
Ποιος αθλητής που μεγαλούργησε, που ανέβασε την ελληνική σημαία σε χρυσούς ιστούς, δεν κυνηγήθηκε από ανάλγητους και κερδοσκόπους και καιροσκόπους και παραδόπιστους παράγοντες, από επιλήσμονες φιλάθλους, από αμνήμονες –άλλοτε χειροκροτητές δημοσιογράφους;
Η πρώτη φορά
Η ομάδα-μύθος πλέον, του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φάνη και των άλλων παιδιών, πέτυχε κάτι που ώς τότε δεν είχε ξανασυμβεί στων αποτυχιών την ολόμαυρη ράχη: έβγαλε στους δρόμους πανηγυρίζοντες όλους τους Ελληνες, ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης και οπαδικού προσανατολισμού. Για πρώτη φορά σύσσωμη η χώρα ξέσπασε αγκαλιασμένη. Ακόμα και την ημέρα της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς οι μισοί από αυτούς που ξεχύθηκαν στους δρόμους της Αθήνας με ελληνικές σημαίες κοιτούσαν με δυσπιστία τους άλλους μισούς. Η ομάδα του ’87 άνοιξε τον δρόμο για την επανάσταση του ελληνικού αθλητισμού, όμως… Η διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο, η δολερή, δεν άφησε δίχως να αγγίξει την πρωταθλήτρια Ευρώπης. Ποιος θα έπρεπε να γκρεμιστεί πρώτος από την Ακρόπολη του ελληνικού μπάσκετ; Ο εμβληματικός Νίκος Γκάλης! Ο άνθρωπος που μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων του αθλήματος όλους τους Ελληνες και ύψωσε το λάβαρο της επανάστασης στο Φάληρο γρήγορα απομονώθηκε, εύκολα λόγω του κλειστού χαρακτήρα του, από κάποιους αμφισβητήθηκε η προσφορά του και πρόσφατα ο ίδιος ο προπονητής εκείνης της ομάδας, ο Κώστας Πολίτης, δήλωσε για την ονομασία του κλειστού γηπέδου του ΟΑΚΑ σε Κλειστό Γυμναστήριο Νίκος Γκάλης: «Διαφωνώ κάθετα και ριζικά!». Ο ίδιος ο Γκάλης αποφεύγει τις συναντήσεις με συμπαίκτες του εκείνης της εποχής και σε απάντηση στον Κώστα Πολίτη είχε δηλώσει: «Ο Πολίτης γιατί μιλάει; Δεν είχαμε επιτυχίες μαζί; Ο Πολίτης δεν θα έπρεπε να μιλάει. Δεν θα έπρεπε να λέει μιακουβέντα. Θα έπρεπε να σέβεται τις στιγμές που ζήσαμε μαζί και τις επιτυχίες».
Να σημειώσουμε πως λίγα χρόνια πριν, ο τότε υφυπουργός Αθλητισμού Γιώργος Λιάνης είχε προτείνει την ονομασία του Κλειστού του ΟΑΚΑ σε Νίκος Γκάλης και ποιος είχε προβάλει βέτο, λέτε; Ο Γιώργος Βασιλακόπουλος, τότε ΓΓΑ και «ισόβιος πρόεδρος» της Ομοσπονδίας Μπάσκετ! Ο κύριος Βασιλακόπουλος είχε εκφράσει μάλιστα την άποψη τότε ότι οι αθλητές πρέπει να τιμώνται μετά θάνατον! Λίγους μήνες μετά ο Κωλέττης του μπάσκετ έκοβε την κορδέλα του Κλειστού Γυμναστηρίου του Πύργου «Γιώργος Βασιλακόπουλος».
Επίσης ο Γιώργος Βασιλακόπουλος δεν θέλει να ακούει ούτε να βλέπει τον Παναγιώτη Γιαννάκη για λόγους που μόνο αυτός γνωρίζει, κόντρα σε όλες τις δημοσκοπήσεις που θέλουν τον Δράκο ικανότερο για τη θέση του ομοσπονδιακού προπονητή. Επίσης ο Παναγιώτης Φασούλας εξακολουθεί να μην έχει χριστεί μέλος του ΔΣ της Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης!
Ο Φάνης Χριστοδούλου, άλλος ήρωας της επανάστασης του ’87, διατηρεί πρακτορείο ΟΠΑΠ στην Πάρο και κρατάει αποστάσεις (και λόγω χαρακτήρα) από την εποχή εκείνη που τον έκανε διάσημο.
Η ναυμαχία της Λισαβόνας
Αμφισβητήθηκαν, λοιδoρήθηκαν, εμπαίχτηκαν πριν αναχωρήσουν για τη ναυμαχία της Πορτογαλίας. Το ελληνικό ποδόσφαιρο, ισοπεδωμένο από τις ορδές των Μπραΐμηδων – παραγόντων – μεγαλοπροέδρων, ανεπαρκών προπονητών, κι έπειτα από δυο καταστροφικές «εξεγέρσεις» που άφησαν πίσω τους οδυνηρές ήττες και ειρωνικά σχόλια, προσπαθούσε να καλλιεργήσει την καμένη γη. Το 1980 στο Κύπελλο Εθνών Ευρώπης πήγαμε, είδαμε, γυρίσαμε και το 1994 στο Μουντιάλ, στου Βάσιγκτον τη γη, αποδεκατιστήκαμε σαν τον Ιερό Λόχο στη μάχη του Δραγατσανίου.
Το 2004 ένας γερμανός στρατηγός, ναύαρχος μιας και μιλούμε για ναυμαχίες, ανέλαβε να ετοιμάσει τον ελληνικό στόλο για «τις νίκες».
Στην αρχή δέχτηκε εσωτερικά πυρά πανταχόθεν. Πήρε την πρόκριση για το Euro της Πορτογαλίας. Και τότε πάλι καταγελάστηκε από τους κοτζαμπάσηδες του καναπέ και των μίντια, αμφισβητήθηκε από τον Κλήρο των ειδικών. Στα δημοσιογραφικά γραφεία κυκλοφορούσε σαν ανέκδοτο η προτροπή στους απεσταλμένους: «Τράβα να περάσεις καλά και σε μία εβδομάδα σε περιμένουμε πίσω». Ουδείς πίστευε στο θαύμα. Κι όταν άρχισαν οι επιτυχίες, ουδείς πίστευε στο τελικό αποτέλεσμα. Η αρμάδα του Ρεχάγκελ βύθισε τη μια μετά την άλλη, τις ναυαρχίδες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και γύρισε στην Ελλάδα εν μέσω εθνικού παραληρήματος. Οι πολιτικοί έσπευσαν να λάμψουν πλάι στους θριαμβευτές, οι παράγοντες έσπευσαν να κονομήσουν, οι παρατρεχάμενοι σύρθηκαν να μαζέψουν ό,τι ψίχουλο έπεφτε από το τραπέζι των νικητών. Κι αμέσως άρχισε η αποδόμηση: αντιποδόσφαιρο, κακό θέαμα, ομάδα του ενός γκολ, ντροπή για την Ευρώπη, κοιμήθηκε ο Θεός και όλοι οι αντίπαλοί μας. Οι ψιθυριστοί σχολιασμοί, έγιναν κραυγαλέες ειρωνείες και καγχασμός όταν ήρθε η πρώτη ήττα από την Αλβανία και μετά ο αποκλεισμός από το Μουντιάλ της Γερμανίας. Η Εθνική Ελλάδας ακόμα παραμένει η αρμάδα που θεμελίωσε διά της ναυμαχίας του Ναυαρίνου, ε, συγγνώμη, της Λισαβόνας, το σύγχρονο ελληνικό ποδόσφαιρο. Από τότε φθάσαμε στις 16 του Μουντιάλ και συνεχίζουμε να ελπίζουμε στην ανάσταση του γένους με μια κατάκτηση Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Βούλα Πατουλίδου
Η Μπουμπουλίνα της Βαρκελώνης
Σήκωσε το δικό της μπαϊράκι στη Βαρκελώνη το 1992, λίγους μήνες μετά την ήττα στην προσπάθεια διεκδίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1997. Η βορειοελλαδίτισσα αθλήτρια κατέκτησε χρυσό μετάλλιο στα 100 μέτρα με εμπόδια και πέτυχε ό,τι καμιά ελληνίδα αθλήτρια μέχρι τότε σε Ολυμπιακούς Αγώνες! Γύρισε και αποθεώθηκε ως αυτοκράτορας σε ρωμαϊκό θρίαμβο. Η Βούλα Πατουλίδου ήταν εκείνη που έριξε το πρώτο βόλι ενάντια στο ανδροκρατούμενο ώς τότε πεδίο μάχης του στίβου και άλωσε το άπαρτο κάστρο των Ολυμπιακών Αγώνων. Μέχρι τότε είχαμε να θυμόμαστε (από την Ιστορία) τον Σπύρο Λούη και τον Κώστα Τσικλητήρα. Χρυσό μετάλλιο είχε να εμφανιστεί σε ελληνικά πρωτοσέλιδα εφημερίδων από το 1980 (του Στέλιου Μυγιάκη στην πάλη). Η Βούλα Πατουλίδου άνοιξε τις πύλες και αθλητές κι αθλήτριες κατάλαβαν ότι μπορούν «για την Ελλάδα, ρε γαμώτο». Γρήγορα οι κακεντρεχείς συνέθεσαν τα πρώτα πικρόχολα σχόλια: «Αν δεν έπεφτε η Ντίβερς;». Και πιο γρήγορα άρχισαν οι ψίθυροι, όπως όταν κάποιος γείτονας προκόψει, θα έχει βρει λίρες ή θα έχει κληρονομήσει μακρινό θείο. Οι ψίθυροι λοιπόν έλεγαν τότε ότι η Πατουλίδου πιάστηκε ντοπέ, ότι προέκυψε σοβαρό θέμα κι ότι με τη μεσολάβηση του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, ως επίτιμου μέλους της ΔΟΕ, στον τότε πρόεδρο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ το θέμα έκλεισε με την προσταγή του Σάμαρανκ σε αυστηρό τόνο: να αλλάξει άθλημα. «Νααα γιατί η Πατουλίδου στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες αγωνίστηκε στο μήκος» σχολίαζαν επιχαίροντας οι εύπιστοι φθονεροί Ελληνες. Τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν αλήθεια. Ηταν οι κουβέντες του καφενείου από δήθεν ενημερωμένους, που είχαν «ασφαλή» πληροφόρηση από κάπου που δεν θυμούνται… Η Πατουλίδου εξακολουθεί να είναι αυτή που ύψωσε πρώτη τη σημαία της επανάστασης του ατομικού αθλητισμού!
Περασμένα μεγαλεία
Ο,τι καλό, ό,τι επαναστατικό πάει να συμβεί σε τούτο τον τόπο πάντα θα βρίσκει τους βολεμένους κοτζαμπάσηδες απέναντί του, πάντα θα αφορίζεται από τον αρτηριοσκληρωτικό Κλήρο των παραγόντων, πάντα θα προδίδεται από τους δειλούς Νενέκους που αδυνατούν να δουν τις αλλαγές. Η Κορακάκη έφερε μετάλλια και κάποιοι έσπευσαν να γκρεμίσουν την παράγκα – αθλητικό λίκνο της για να μείνουν στην Ιστορία ωσάν Ηρόστρατοι. Ο Κεντέρης και η Θάνου έχουν καταβαραθρωθεί στη συνείδηση του κόσμου κυνηγημένοι από το κατεστημένο του παγκόσμιου αθλητισμού, αλλά ουδέποτε συλληφθέντες, να έχουν κάνει χρήση απαγορευμένων ουσιών. Οι αποχρώσες ενδείξεις τούς οδήγησαν σιδηροδέσμιους στην Υψηλή Πύλη για να απαγχονιστούν και να ριφθούν στον Βόσπορο των αμαρτιών τους. Οι Μεγάλες Δυνάμεις της ΔΟΕ ουδέποτε τόλμησαν –να τονιστεί –να αγγίξουν τα μετάλλια που κατέκτησαν σε Ολυμπιακούς Αγώνες οι Θάνου και Κεντέρης.
Πάντα μετά τις επαναστάσεις στήνονται ικριώματα και συνήθως πρώτοι ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια οι ήρωές τους.
Και ποια είναι η κατάληξη;
Δυστυχής! Παρηγορία
Μόνη σου έμενε να λες
Περασμένα μεγαλεία
Και διηγώντας τα να κλαις.
Αυτά!