Η άτυπη απαίτηση των δανειστών –άτυπη γιατί προτείνεται μέσω δηλώσεων και διακινείται ως φήμη –για δέσμευση και της αντιπολίτευσης με κάποιο τρόπο για την ψήφιση των μέτρων προκειμένου να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση δημιουργεί σειρά μεγάλων ζητημάτων. Πρώτα από όλα και πάνω από όλα, είναι προφανές ότι θέτει ένα μεγάλο θέμα δημοκρατικής τάξης.
Το ελληνικό Σύνταγμα περιγράφει αναλυτικά πότε χρειάζεται αυξημένη πλειοψηφία, πουθενά δεν αναφέρει ότι κάτι τέτοιο γίνεται όταν το ζητήσει ο κ. Σόιμπλε ή ο κ. Ράις ή οι εκπρόσωποι κάθε είδους επιτήρησης. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε τι συμβαίνει στη Γερμανία με το συνταγματικό τους δικαστήριο.
Είναι πολιτικά επικίνδυνο και βαθιά αντιευρωπαϊκό να ζητούνται εγγυήσεις από τα κόμματα της αντιπολίτευσης για το ενδεχόμενο να κυβερνήσουν ύστερα από κάποια χρόνια. Αυτό το αντιμετωπίσαμε και εμείς όταν ήμαστε στην αξιωματική αντιπολίτευση. Κανένας δεν μπορεί ούτε να προβλέψει ούτε να υποδείξει τη λαϊκή βούληση. Οι λαοί επιλέγουν τους βουλευτές τους, τους πρωθυπουργούς και τις κυβερνήσεις τους. Αυτό δεν έγινε και στην Ελλάδα από το 2009 έως το 2015; Κόμματα του 45% έφτασαν στο 5%, κόμματα του 40% έφτασαν στο 25%, κόμματα του 4% έφτασαν στο 35%. Είναι εμφανές ότι έπειτα από 60 χρόνια Ευρωπαϊκής Ενωσης αντιλαμβανόμαστε το περιεχόμενο της δημοκρατίας διαφορετικά. Ποιος μπορεί να αξιώσει δεσμεύσεις από τον κ. Σουλτς ότι σε περίπτωση που εκλεγεί από τον γερμανικό λαό στην καγκελαρία θα συνεχίσει την πολιτική Μέρκελ – Σόιμπλε στα δημοσιονομικά της Ευρώπης; Τα κράτη έχουν συνέχεια, αλλά οι πολιτικές αναθεωρούνται, αλλιώς τι αξία έχουν οι εκλογές;
Το πιο παράλογο και το πιο αποκρουστικό της πρότασης για συμφωνία των «δύο μεγάλων» είναι ότι αναφέρονται σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία η χώρα θα βρίσκεται εκτός Μνημονίου, με ρυθμισμένο το χρέος της σε όλα τα επίπεδα και με την οικονομία της σε ανάκαμψη με βάση όλες τις προβλέψεις.
Τα 60 χρόνια Ευρωπαϊκής Ενωσης γιορτάστηκαν σε συνθήκες αμφισβήτησής της, αποξένωσης των πολιτών από την πολιτική, ερωτηματικών για τη δημοκρατία στον τρόπο λήψης αποφάσεων και τη διακυβέρνηση των ευρωπαϊκών δομών. Και δικαιούμαστε να ρωτάμε, τέτοιου είδους απαιτήσεις βοηθούν ή υπονομεύουν την άποψη των πολιτών για το ευρωπαϊκό δημοκρατικό κεκτημένο;
Οσοι πιστεύουμε στην Ευρώπη και στη δημοκρατική της διεύθυνση ως μέσο πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης δεν δικαιούμαστε να μη μιλάμε γι’ αυτά τα παρακμιακά και διαλυτικά φαινόμενα. Η δημοκρατία και ο σεβασμός της λαϊκής ετυμηγορίας των λαών και των πολιτών της Ευρώπης δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται εργαλειακά και ως Ιφιγένεια ενόψει πολιτικών εξελίξεων σε άλλες χώρες. Η Ευρώπη αν θέλει να επανεκκινήσει και να ανατρέψει τη ροπή παρακμής και διάλυσης στην οποία βρίσκεται μετά το Brexit, οφείλει να το κάνει έχοντας εμπιστοσύνη στις αξίες της και όχι υπονομεύοντάς τις.