Ακούσατε κι εσείς τις δεκάρικες εισαγωγές δασκάλων και καθηγητών στη γιορτή της 24ης Μαρτίου ή μόνο ορισμένοι εξ ημών είχαν ανεμπόδιστη πρόσβαση στο σεμινάριο της αντιπαγκοσμιοποίησης; Κεντρική εγκύκλιος ή μη, η αναφορά που επιλέχθηκε εντός του προαυλίου για την ανάγκη αντίστασης των Νεοελλήνων ήταν «οι δύσκολοι καιροί της παγκοσμιοποίησης που μας κρατούν αδύναμους και εξουθενωμένους». Οπως κάποτε που «μια χούφτα Ελληνόπουλα τα έβαλαν με τους Τούρκους και τους νίκησαν». Το σχήμα είναι βολικό επειδή είναι απλοϊκό: όπου Τουρκοκρατία γράψτε «παγκοσμιοποίηση» και μόλις πήρατε το ακροατήριο με το μέρος σας. Η νίκη, έτσι κι αλλιώς, είναι περίπου προδιαγεγραμμένη εξαιτίας ενός φαντασιακού αυτοματισμού.
Οι Ελληνες συνεχίζουν να υποφέρουν και σήμερα ως αιχμάλωτοι της οικονομικής κρίσης. Είναι οι ραγιάδες του νεοφιλελευθερισμού, οι αιχμάλωτοι της «κυρίαρχης οικονομικής σκέψης» που δεν αφήνει την ανάπτυξη να έρθει. Με την ίδια ευκολία έχει γραφτεί παλαιότερα ότι οι Ελληνες –ο μεσογειακός Νότος, γενικότερα –είναι οι «Εβραίοι της καπιταλιστικής κρίσης». Στη ρητορική της θυματοποίησης χωράει και το Ολοκαύτωμα. Τόσα ανέξοδα σχήματα για να αποκρύψουν την αλήθεια και να κολακέψουν το μέγα πλήθος.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι φράσεις ακούστηκαν σε γιορτές παιδικού σταθμού και νηπιαγωγείου, σύμφωνα με αυτήκοους μάρτυρες. Αυτή είναι η κουλτούρα που φοριέται κατάσαρκα από τα πρώτα βήματα στην αγωγή του πολίτη: η κουλτούρα του κατατρεγμένου που ζει το άδικο μέσα από την κούνια του. Τι κι αν ο συμβολισμός παραείναι βαρύς για να τον σηκώσουν οι πρώτες τάξεις του σχολείου; Τι κι αν η τελετή μύησης καταλήγει παρωδία απ’ τα παρασκήνια, εκχωρώντας στους εκμεταλλευτές πάσης φύσεως την πολυτέλεια της ανιστορικότητας;
Σε καιρούς μνημονιακούς ή αντιμνημονιακούς –αδιάφορο -, ο χώρος της διδασκαλίας πρέπει να παραμένει απροσπέλαστος για τη μικροπολιτική των εντυπώσεων. Διαφορετικά καταλήγει στις μούντζες μαθητών την ώρα της παρέλασης ή και σε χτίσιμο καθηγητών εντός έδρας όταν περάσουν τα χρόνια.