Ο Γερμανός Μίχαελ Σκίμπε προτού εφαρμόσει το αγωνιστικό πλάνο του στην Εθνική Ποδοσφαίρου θέλησε να αφουγκραστεί τον έλληνα ποδοσφαιριστή, να καταλάβει την κουλτούρα του, να νιώσει τα θέλω του, ενώ παράλληλα προσπάθησε να διαγνώσει το πρόβλημα που οδήγησε τη Γαλανόλευκη στον εκτροχιασμό της περασμένης διετίας με αποκορύφωμα τα ντροπιαστικά αποτελέσματα στην προκριματική φάση του Euro 2016. Εχοντας προηγουμένως ακούσει (και τηρήσει) ευλαβικά τις πατρικές συμβουλές του πρωταθλητή Ευρώπης με την Ελλάδα το 2004, Οτο Ρεχάγκελ, ο χερ Σκίμπε μετετράπη σε έναν μικρό Ρεχάγκελ. Τα αποδυτήρια της Εθνικής από κέντρο διερχομένων έγιναν ξανά άβατο και σταδιακά η Ελλάδα από σκορποχώρι, όπως δικαίως είχε χαρακτηριστεί επί των ημερών τού μετέπειτα πρωταθλητή Αγγλίας Κλάουντιο Ρανιέρι, θύμισε και πάλι ομάδα. Το τρίπτυχο του Ρεχάγκελ «ομαδικό πνεύμα, αυταπάρνηση και καλή άμυνα», που αργότερα εφάρμοσε με απόλυτη επιτυχία και ο διάδοχός του Φερνάντο Σάντος, επανήλθε επί των ημερών του 52χρονου Σκίμπε. Η αρχή έγινε στην περιοδεία της Εθνικής το περασμένο καλοκαίρι στην Αυστραλία, εκεί όπου ο ομοσπονδιακός προπονητής είχε κατ’ ιδίαν συνομιλίες με τους αρχηγούς και τους παίκτες με τη μεγαλύτερη επιρροή στα αποδυτήρια, Τοροσίδη και Παπασταθόπουλο, αλλά και με άλλους σημαντικούς ποδοσφαιριστές της ομάδας. Εκτοτε η Ελλάδα ανέκτησε σταδιακά την ομαδικότητα, την αυτοπεποίθηση και κυρίως τη χαμένη αυτοεκτίμησή της. Κάπου εκεί γύρισε ο διακόπτης και η Γαλανόλευκη επανήλθε στην κανονικότητα, κάτι που έκανε πολύ πιο εύκολη την εφαρμογή του ποδοσφαιρικού πλάνου του Σκίμπε.
Οι νίκες επί του Γιβραλτάρ (1-4), της Κύπρου (2-0) και της Εσθονίας (0-2) έδωσαν την απαιτούμενη πίστωση χρόνου, ενώ το γκολ της ισοφάρισης (1-1) του Τζαβέλλα στις καθυστερήσεις με τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη κράτησε όρθια την Ελλάδα, που πλέον έψαχνε μια μεγάλη εμφάνιση και ένα αποτέλεσμα-ορόσημο στον δρόμο για την πρόκριση στο Μουντιάλ της Ρωσίας. Κι αυτά ήρθαν προχθές το βράδυ στις Βρυξέλλες, απέναντι σε μια από τις πιο ταλαντούχες ομάδες στον κόσμο τούτη την περίοδο.
Η τακτική του Σκίμπε ήταν άριστη, όπως και η εφαρμογή της από τους έλληνες διεθνείς, που έκαναν ελάχιστα λάθη. Το 4-4-1-1 με το οποίο παρατάχθηκε η Γαλανόλευκη αποσυντόνισε πλήρως τη βελγική ομάδα και τον ισπανό προπονητή Ρομπέρτο Μαρτίνεθ, ο οποίος δεν βρήκε λύσεις στο πλάνο με τον παίκτη παραπάνω που έβγαζε η Ελλάδα στην άμυνα. Ο αριστερός χαφ Σταφυλίδης οπισθοχωρούσε παίζοντας ως μπακ, την ώρα που ο αριστερός οπισθοφύλακας Τζαβέλλας μετατρεπόταν σε «ελεύθερο» τρίτο στόπερ δίπλα στους απροσπέλαστους Παπασταθόπουλο και Μανωλά, ενώ και στα δεξιά, ο μπακ χαφ Τοροσίδης πήρε σημαντικές βοήθειες από τον Μάνταλο που περιορίστηκε –χάριν του σχεδίου –σε ρόλο δεξιού μέσου. Ο Σκίμπε τόλμησε (και δικαιώθηκε) τόσο με την επιλογή του Ταχτσίδη, έστω κι αν αποβλήθηκε, όσο και με την εμπιστοσύνη που έδειξε στον Καπίνο, ο οποίος πραγματοποίησε την καλύτερή του εμφάνιση με την Εθνική.
Στην πρώτη – εντός στόχου – τελική προσπάθεια που πραγματοποίησε η Εθνική (όλα κι όλα έκανε δύο σουτ) άνοιξε το σκορ στο 46’ με εξαιρετικό τελείωμα του «καυτού» Μήτρογλου, ο οποίος έχει πετύχει 16 γκολ εντός του 2017. Οι Βέλγοι ισοφάρισαν στο 89’ χάρη στη θαυμάσια ενέργεια του «θωρηκτού» Λουκάκου. Αποβλήθηκαν οι Ταχτσίδης (65’) και Τζαβέλλας (90’).
Βέλγιο: Κουρτουά, Αλντερβάιρλεντ, Βερτόνχεν, Σιμάν (84’ Μιραλάς), Σαντλί, Καράσκο, Βίτσελ, Ναϊνγκολάν, Φελαϊνί (65’ Ντεμπελέ), Μέρτενς, Λουκάκου.
Ελλάδα: Καπίνο, Τοροσίδης, Παπασταθόπουλος, Μανωλάς, Τζαβέλλας, Σάμαρης, Ταχτσίδης, Σταφυλίδης, Μάνταλος (84’ Ζέκα), Φορτούνης (67’ Τζιόλης), Μήτρογλου (90’ Βέλλιος).