Ο φαινομενικά μουσικός δρόμου ήταν ο Τζόσουα Μπελ, από τους διάσημους βιολονίστες του κόσμου με αμοιβή 1000 δολάρια το λεπτό που έπαιζε με ένα χειροποίητο στραντιβάριους του 1713 αξίας 3,5 εκατ. δολαρίων. Ήταν κατά κάποιο τρόπο πειραματόζωο σε ένα πείραμα της Ουάσινγκτον Πόστ, στο πλαίσιο κοινωνιολογικής μελέτης, για το τι είναι σημαντικό, αξιοσημείωτο και σε τι δίνουμε προτεραιότητα.
Από την Ελλάδα της κρίσης και των φυγόκεντρων δυνάμεων ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης επανέρχεται με το δεύτερο κύκλο της σειράς ντοκιμαντέρ «Συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους» με μια ειδοποιό διαφορά σε σχέση με τον πρώτο κύκλο.
Τα πρώτα 12 τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ της σειράς του «Συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους» είχαν πρωταγωνιστές σκηνοθέτες, ηθοποιούς, μαθηματικούς και εικαστικούς που ανίχνευαν με ριζοσπαστικό τρόπο την ελληνική ταυτότητα βγαίνοντας και εκτός των συνόρων της Ελλάδας. Στον νέο κύκλο ντοκιμαντέρ ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης βάζει στο κινηματογραφικό κάδρο του ανθρώπους που λόγω συνθηκών βρέθηκαν στις παρυφές της ζωής. Αντιήρωες της καθημερινότητας, οι οποίοι επέλεξαν τον μονόδρομο που οδηγεί προς τα εμπρός. Παρόλο που οι ίδιοι δεν ξέρουν ότι είναι αξιοσημείωτοι.
Στον πρώτο κύκλο επεισοδίων ο κινηματογραφιστής εστίασε την αναζήτησή του στην ανάδειξη ανθρώπων που είχαν εργασία αλλά δεν είχαν δημόσιο βήμα. «Το ευρύ κοινό δεν γνώριζε έως τότε τον Κωνσταντίνο Δασκαλάκη ή τον Χρήστο Παπαδημητρίου, δύο διάνοιες των μαθητικών και των ηλεκτρονικών υπολογιστών». Στον νέο κύκλο, όμως, ο Καραμαγγιώλης επέλεξε να έχει απέναντι από τον φακό του «αόρατους μεν, αξιοσημείωτους δε, όμως ο αγώνας τους έχει ανεκτίμητη αξία. Αυτοί οι άνθρωποι λειτουργούν ως αφύπνιση για τους υπόλοιπους και υπογραμμίζουν το προφανές, εκείνο που είναι μπροστά στη μύτη μας και που ίσως ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο δεν το προσέχουμε: να βγούμε από την κατάθλιψη και να δράσουμε, να ρίξουμε τον τοίχο της απομόνωσης και να βγούμε από τα προσωπικά μας αδιέξοδα» λέει ο σκηνοθέτης.
Και για τον ίδιο τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Λίγο μετά την έναρξη των γυρισμάτων τον «πέτυχε» η αιφνιδιαστική κατάργηση της ΕΡΤ. Είχε μεν σύμβαση, βρέθηκε όμως να είναι μετέωρος. Συνέχισε. Μετέτρεψε το αρνητικό δεδομένο του «μαύρου» σε θετικό. Στην τετραετία που μεσολάβησε μέχρι σήμερα «δούλεψε» τις ταινίες του σε βάθος. Είχε την άνεση, τον χρόνο και καταδύθηκε στις ζωές των πρωταγωνιστών του. Η σειρά, με μορφή έργου σε εξέλιξη, ακόμα και σήμερα ακολουθεί τους ήρωές του και κάθε νέο στοιχείο που δεν βρήκε θέση στο αυστηρό χρονικό όριο κάθε ντοκιμαντέρ του είναι συστατικό μιας πλατφόρμας που τροφοδοτείται διαρκώς από νέο υλικό, δίνοντας τη δυνατότητα στον τηλεθεατή να έχει πρόσβαση σε αυτό και να παρακολουθεί την εξελικτική πορεία των ανθρώπων αυτών μαζί με άλλες αφηγήσεις που αφορούν την ιστορία κάθε ταινίας. Για παράδειγμα, στο πρώτο επεισόδιο με τίτλο «Should I stay or should I go?», που θα προβληθεί σήμερα στις 23.15 από την ΕΡΤ1, έξι Ελληνες ανεβάζουν στη σκηνή αληθινές ιστορίες τους και αναρωτιούνται αν πρέπει να φύγουν ή να παραμείνουν στην Ελλάδα της κρίσης, ένας Γερμανός προσπαθεί να καταλάβει τι φταίει και όλοι μαζί επιχειρούν ένα νέο είδος θεάτρου (μεικτή παραγωγή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών και του Ballhous του Κρόιτσμπεργκ) το οποίο μετατρέπει το ντοκουμέντο σε παράσταση. «Στη διαδραστική πλατφόρμα, όμως, ο τηλεθεατής θα μπορεί να δει πού βρίσκονται αυτοί οι άνθρωποι σήμερα» προσθέτει ο κινηματογραφιστής.
ΕΦΗΒΟΣ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ. Με έναν τρόπο η δουλειά του Καραμαγγιώλη λειτούργησε παρεμβατικά με θετική εξέλιξη σε μια άλλη περίπτωση αξιοσημείωτων «αόρατων» ανθρώπων. Το επεισόδιο «Η δεύτερη ευκαιρία» είναι περίπου η διαδρομή ενός φωτισμένου ανθρώπου που βρέθηκε έφηβος από τη Λιθουανία στις Φυλακές Ανηλίκων Αυλώνα. Μαθηματικό μυαλό, δεινός σκακιστής ο Ρόκα, χωρίς να γνωρίζει ελληνικά, μέσα σε τρία χρόνια έμαθε τη γλώσσα στο σχολείο των φυλακών, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο Πολυτεχνείο και διεκδικεί το δικαίωμα στη γνώση. Το ντοκουμέντο του Καραμαγγιώλη συνετέλεσε στην αποτροπή της απέλασής του και στη διαδραστική πλατφόρμα σχετικό, πρόσφατο υλικό δείχνει σήμερα τον νεαρό Λιθουανό στην προσπάθειά του να τα καταφέρει. Στην περίπτωση μάλιστα της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου αστέγων, το επεισόδιο «Γκολ στη φτώχεια» με την πορεία της ομάδας στο αντίστοιχο Μουντιάλ της Πολωνίας και η διάκρισή της της εξασφάλισαν, ανέλπιστα, χρηματοδότηση για τη συμμετοχή της στο ανάλογο Μουντιάλ της Χιλής. «Ταυτόχρονα με τις προσπάθειες των αστέγων, αντιλαμβανόμαστε ότι η κοινωνικοποίηση και η αποδοχή γίνονται σημαντικά όπλα για να διαχειριστεί κάποιος τις δυσκολίες μιας ζωής όταν μοιάζει χαμένη, δίνοντας δύναμη. Βλέπουμε ότι το ποδόσφαιρο, που διχάζει, πυροδοτεί πάθη, έχει και μια άλλη πλευρά. Κινητοποιεί κάποιους ανθρώπους να ξαναπιάσουν το νήμα της ζωής τους και να την ξαναστήσουν» σημειώνει ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης. Μα και με το βαθιά ανθρώπινο «Greek animal rescue» για τα αδέσποτα –μια αλληγορία για τη σημερινή Ελλάδα –δείχνει ότι, μεσούσης της ισοπεδωτικής κρίσης, στοιχεία της ψυχοσύνθεσης του ανθρώπου διατηρούνται ανέπαφα και τον ωθούν να συνεχίσει τον αγώνα για μια καλύτερη επόμενη μέρα. Αλλωστε, δίνοντας δεύτερη ευκαιρία στους άλλους, πρωτίστως τη δίνουμε στον εαυτό μας.