Η πρώτη κρίσιμη διαδρομή (1917-1934) του μεγάλου Ουτοπικού Οράματος στη χώρα όπου γεννήθηκε, τη Σοβιετική Ενωση, αποτελεί το κεντρικό θέμα του «Great Utopia», του νέου ντοκιμαντέρ που υπογράφει ο γνωστός έλληνας σκηνοθέτης Φώτος Λαμπρινός. Σπάνια τέτοιες δουλειές βρίσκουν τη θέση τους στο κύκλωμα διανομής, και η συγκεκριμένη το αξίζει και με το παραπάνω: πρόκειται για ένα καθηλωτικό φιλμ, καμωμένο με μια αξιοθαύμαστη αφηγηματική χάρη.
Πόσο δουλέψατε το «Great Utopia»;
Δούλεψα πέντε χρόνια το φιλμ. Κάποια στιγμή, κατά τη δεκαετία του ’90 μελέτησα τα γεγονότα του τεχνητού λιμού του 1932 (σ.σ.: αναφέρεται στον λιμό της Ουκρανίας, μια συνέπεια της οικονομικής πολιτικής που ακολούθησε η
Σοβιετική Ενωσηυπό την ηγεσία του
Στάλινκαι ειδικότερα του προγράμματος κολεκτιβοποίησης που εφαρμόστηκε εκείνα τα χρόνια) και συνειδητοποίησα πως για την πρώτη αυτή περίοδο δημιουργείται ένας δραματουργικός πυρήνας, μια σύγκρουση ανάμεσα στο όραμα και την πραγματικότητα. Αυτό είναι εξαίσιο υλικό για να φτιάξει κανείς ένα αφήγημα. Γιατί ιστορίες αφηγούμαστε. Και οι μυθοπλάστες και οι ντοκιμαντερίστες, άσχετα αν τελευταία πολλά ρεπορτάζ βαπτίζονται «ντοκιμαντέρ» για λόγους που αφορούν εσάς τους δημοσιογράφους (γέλια). Εχει γίνει ένα μπέρδεμα τελευταία, για λόγους αυτοπροβολής. Αλλά το ντοκιμαντέρ είναι επίσης μυθοπλασία, έχει σενάριο και δραματουργικούς κανόνες.
Αυτό είναι ξεκάθαρο και στις σοβιετικές μυθοπλαστικές ταινίες που βασίστηκαν σε ιστορικά γεγονότα.
Οπου πετύχαινα ιστορικό υλικό για την Οκτωβριανή Επανάσταση συναντούσα πάντα εικόνες από την ταινία του Αϊζενστάιν. Ετσι λοιπόν πέρασε στον κόσμο η εντύπωση πως «έτσι έγιναν τα πράγματα», όπως δηλαδή τα σκηνοθέτησε ο Αϊζενστάιν το 1926, εννιά χρόνια αργότερα! Ηθελα λοιπόν να μιλήσω για το πώς έγιναν στ’ αλήθεια τα πράγματα, ενισχύοντας κυρίως και τη μυθοπλασία του πράγματος, ως ένα κάποιο σχόλιο πάνω στο σινεμά. Οποιος πιάσει αυτές τις προεκτάσεις, σκέφτηκα, ε, καλό θα είναι.
Εσείς όμως μάλλον επιχειρείτε μια αντίστροφη διαδικασία: μια ανασύνθεση του κινηματογράφου με σκοπό να αγγίξετε την ιστορική αλήθεια.
Είναι αυθόρμητο, αλλά με μια τρομερή υποδομή. Προέρχομαι από μια τέτοια οικογένεια με ιστορία στο Κόμμα –και έναν γενικότερο οικογενειακό κύκλο διανοουμένων και λογοτεχνών κυρίως κομμουνιστών. Γι’ αυτόν τον λόγο είμαι πολύ υπερήφανος για τους γονείς μου –δεν έχω τίποτα πολυτιμότερο από τους γονείς μου, όλα θα μπορούσα να τα αλλάξω στη ζωή μου, την πατρίδα, τις γνωριμίες μου, τη δουλειά μου, αλλά αυτούς δεν τους αλλάζω. Μεγάλωσα στη δεκαετία του ’40 και τα πάντα τότε ήταν τρομερά έντονα, και όταν ήμασταν μικρά μέσα στην Κατοχή, κυκλοφορούσα στην Αθήνα μόνος μου. Ολη η δική μου η γενιά που ζούσε σε αντίστοιχες συνθήκες, αναγκαστικά, ήμασταν έφηβοι από τα 7 μας χρόνια. Είχαμε μια έντονη σχέση με τα γεγονότα εκείνης της εποχής –κυριολεκτικά μεγαλώναμε με άλματα. Ζούσαμε μέσα στα γεγονότα, στην πιο τραγική αλλά και ελπιδοφόρα δεκαετία του τόπου. Οταν τα ζεις αυτά, έχεις μια πολύ προσωπική και άμεση σχέση με αυτό που λέμε ιστορικό γίγνεσθαι, τη στιγμή που συμβαίνει. Οταν, έπειτα από πολλά χρόνια, σπουδάζοντας στη Μόσχα, ο Μιχαήλ Ρομ μας έδειξε τον «Αληθινό φασισμό», η ζωή μου καθορίστηκε ριζικά.
Τι άνθρωπος ήταν ο Μιχαήλ Ρομ;
Ηταν ένας άνθρωπος πολύ μορφωμένος που είχε αφήσει εποχή για τις σκηνοθετικές του ανακαλύψεις. Ηρθα σε επαφή με ένα άλλο σινεμά. Οχι πως όλα τα σπουδαία πράγματα στο σινεμά συνέβησαν στη Σοβιετική Ενωση, αλλά δεν γίνεται να αρνηθούμε πως μέσα στον πυρετό εκείνης της επαναστατικότητας δεν συντελέστηκε ένας σημαντικός εμπλουτισμός της κινηματογραφικής γλώσσας! Απελευθερώθηκαν τρομερές δυνάμεις τότε. Οποιος είχε ικανότητες, τις έβγαζε στη νιοστή δύναμη.
Σήμερα έχει κανείς την αίσθηση πως συμβαίνει μάλλον το αντίθετο –πως πολλοί σκηνοθέτες αδυνατούν να αγγίξουν το 100% των ικανοτήτων τους λόγω των σημερινών κοινωνικών συνθηκών.
Δεν μου αρέσει να είμαι απόλυτος, δεν έχω κάποια απάντηση επ’ αυτού. Πάντως, σε ό,τι αφορά το ελληνικό σινεμά, μιας και ως μέλος της Ακαδημίας το παρακολουθώ στενά, νομίζω πως ο καλύτερος έλληνας σκηνοθέτης σήμερα είναι ο Γιάννης Οικονομίδης. Και, μιλώντας για τους ντοκιμαντερίστες, η Εύα Στεφανή.