Ενας πρώην πρωθυπουργός μπορεί να κριθεί σε σχέση με τους ομολόγους του, προηγούμενους και επόμενους, δεξιούς και αριστερούς, υπέρμαχους των μεταρρυθμίσεων και οπαδούς της ακινησίας. Μπορεί να κριθεί και αυτόνομα: τι πέτυχε και πού απέτυχε, τι έκανε από αυτά που είχε υποσχεθεί, αν συνέβαλε στην ανάπτυξη του τόπου και στην ευημερία του λαού.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο κριτήριο, ο Κώστας Σημίτης δεν έχει αντίπαλο. Με εξαίρεση ίσως τον Παπαδήμο, που αποτελεί ειδική περίπτωση, οι άλλοι πρωθυπουργοί των τελευταίων δεκαετιών τρώνε τη σκόνη του. Η αξιολόγηση με βάση το δεύτερο κριτήριο είναι πιο σύνθετη. Ο Σημίτης έβαλε τη χώρα στο ευρώ, αλλά δεν πάταξε τη διαφθορά. Νίκησε την Εκκλησία στο ζήτημα των ταυτοτήτων, αλλά έχασε από τα συνδικάτα στο Ασφαλιστικό. Και η εξήγηση που έδωσε στην προχθεσινή του συνέντευξη στον Σκάι, ότι αποσύροντας το σχέδιο Γιαννίτση απέτρεψε την πολιτική αναταραχή που θα ήταν επικίνδυνη σε μια περίοδο προετοιμασίας για Ολυμπιακούς Αγώνες και προσαρμογής για το ευρώ, δεν είναι πειστική.
Η «είδηση» της συνέντευξης ήταν ότι ο πρώην πρωθυπουργός τάχθηκε υπέρ της διεξαγωγής εκλογών. Πολλοί αιφνιδιάστηκαν, ενώ οι συνήθεις επικριτές του βρήκαν την ευκαιρία να τον καταγγείλουν ξανά. Ομως ο Σημίτης δεν έχει κρύψει την άποψή του για την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Στη συζήτησή του με τον Γιάννη Πρετεντέρη, που εκδόθηκε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Πόλις με τίτλο «Υπάρχει λύση;», μιλά για έναν εθνικολαϊκιστικό σχηματισμό με διχαστικό και παραπλανητικό λόγο, που δεν επιδιώκει τον εκσυγχρονισμό της χώρας αλλά τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, την ενδυνάμωση του δικού του πελατειακού συστήματος και την αντιπαράθεση με τους «μνημονιακούς».
Μια τέτοια κυβέρνηση πρέπει άραγε να μείνει στην εξουσία για να τελειώσει τη «βρωμοδουλειά»; Ο Σημίτης διαφωνεί, καθώς βλέπει ότι ο κίνδυνος ενός ατυχήματος καθημερινά μεγαλώνει. Αλλά η σημαντικότερη προσφορά του στη δημόσια συζήτηση δεν είναι αυτή. Είναι η επιμονή του στην ανάγκη ενός πολιτικού πολιτισμού. Είναι η επισήμανσή του ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς δεν γίνεται με καταγγελίες, δεν γίνεται με μισαλλοδοξία, δεν γίνεται με εξεταστικές επιτροπές. Είναι η φράση του ότι «όποιος καλλιεργεί εχθρότητα παράγει εχθρότητα».
Ο πρώην πρωθυπουργός έχει επικριθεί, ενδεχομένως δικαίως, ότι απεχθάνεται την αυτοκριτική. Το βέβαιο είναι ότι στα ογδόντα του χρόνια δεν παύει να ενημερώνεται για τα παγκόσμια δρώμενα, να παρεμβαίνει με καίριο τρόπο στις εξελίξεις, να υποδεικνύει προβλήματα και να προτείνει λύσεις. Πάντα με ευπρέπεια και ήθος. Με άλλα λόγια, ο Σημίτης δεν «γυρνάει να κάνει τον σοφό» όπως τον κατηγόρησε ο υπερφίαλος Πρωθυπουργός μας: είναι ένα είδος σύγχρονου σοφού. Εστω και με το πρώτο από τα δύο κριτήρια.
Αλλά όπως συνέβαινε πάντα σε αυτό τον τόπο, οι σοφοί δεν είναι και δημοφιλείς.