Στην ταινία «Goodbye Lenin», τα παιδιά μιας Ανατολικογερμανίδας, που έχει πέσει σε κώμα πριν από την επανένωση των δύο Γερμανιών και συνέρχεται μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, της αποκρύπτουν, για να μην πάθει σοκ, τις εξελίξεις. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο «Star Academy» του Ε. Σαν οι παρουσιαστές της εκπομπής να προσπαθούν να πείσουν ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει από το 2002. Από τότε δηλαδή που βλέπαμε το «Fame Story», του οποίου το καινούργιο σόου αποτελεί κακό αντίγραφο. Και αν η παρακμή που αποτυπώνεται στη γερμανική ταινία εμπεριέχει την ποίηση του ηττημένου, στην ελληνική τηλεοπτική παραγωγή ευδοκιμεί η θλίψη που προκαλούν οι άνθρωποι όταν δεν κατανοούν τη σχέση ακμής και παρακμής. Γι’ αυτό και η παρουσία της Κατερίνας Γκαγκάκη στο «Star Academy» θα μπορούσε να θεωρηθεί εμβληματική.
Η γυναίκα που διέτρεξε με τα πανύψηλα τακούνια της (που κάνουν δυσθεώρητο το σχεδόν 1,80 ύψος της) την ανηφόρα και την κατηφόρα τής εγχώριας τηλεοπτικής σόουμπιζ είναι η επιτομή του όρου «σελέμπριτι» έτσι όπως διαμορφώθηκε στα χρόνια του μεγάλου πάρτι, μετασχηματίστηκε στην αρχή της κρίσης και ξέφτισε στη συνέχεια. Σήμερα λίγοι θυμούνται πως όταν στις αρχές Μαρτίου του 2005 αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο της Vodafone, η νεαρή, ψηλή, κομψή γυναίκα με τα αυστηρά κοστούμια, που ακολουθούσε στα τηλεοπτικά πλάνα τον Γιώργο Κορωνιά, διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, ήταν η Κατερίνα Γκαγκάκη, υπεύθυνη εταιρικής επικοινωνίας (ακόμη πιο λίγοι τη θυμούνται σε τηλεοπτικά πάνελ να δίνει συμβουλές ως ψυχολόγος). Οι δημοσιογράφοι που έκαναν τότε τα ρεπορτάζ κινητής τηλεφωνίας αντιλαμβάνονταν ότι ένας κοριτσίστικος αέρας έπνεε στις δημόσιες σχέσεις της Vodafone. Για παράδειγμα, λόγω των εταιρικών δώρων, διαλεγμένα από γυναίκα που ήξερε καλά τις τάσεις της αγοράς. Η «εποχή Γκαγκάκη» όμως στην εταιρεία σφραγίστηκε κυρίως από την «υιοθεσία» του Σάκη Ρουβά, μια δική της ιδέα που απογείωσε την καριέρα του τραγουδιστή.
Για να ξεσκονίσουμε εκείνα τα τόσο κοντινά αλλά, σημειολογικά, τόσο μακρινά χρόνια, ήταν η εποχή που οι εξέκιουτιβ έμοιαζαν με μοντέλα (και τα μοντέλα προσπαθούσαν να μοιάζουν με εξέκιουτιβ). Η Κατερίνα Γκαγκάκη πληρούσε τις προδιαγραφές και όχι μόνο ως προς την εμφάνιση, μια και τα στάνταρ είχαν ανεβεί λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού. Μοναχοκόρη μιας αστικής οικογένειας, γεννήθηκε πριν από 45 χρόνια στη Μυτιλήνη, απ’ όπου μετακόμισαν οικογενειακώς στην Αθήνα προκειμένου η Κατερίνα να φοιτήσει, από το δημοτικό, στο Κολλέγιο Αθηνών. Τη θυμούνται ως μια επιμελή μαθήτρια, με εφηβικές ανησυχίες αργότερα, με ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία και την ψυχολογία, την οποία άρχισε να σπουδάζει στο Deree. Συνέχισε τις σπουδές της στο Λονδίνο, παρακολούθησε στη London School of Economics and Political Science μαθήματα Κοινωνικής και Οργανωσιακής Ψυχολογίας, ήθελε να κάνει μεταπτυχιακό, επέστρεψε για λίγο στην Αθήνα και έμεινε για πάντα.
Οταν κόπασε η τρικυμία της Vodafone, η Κατερίνα Γκαγκάκη μετακόμισε στον Αnt1 ως υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων. Μια ακόμη «Σιδηρά Κυρία» (μετά τη Λόλα Νταϊφά και την Ολγα Παυλάτου) όπως, παραδοσιακά, αποκαλούνται στο συγκεκριμένο κανάλι οι κυρίες που βρίσκονται επικεφαλής της επικοινωνίας του. Η δημοσιότητα των προκατόχων έδωσε και στην ίδια περίοπτη θέση στις σελίδες των περιοδικών. Τα πρώτα χρόνια, στο πλευρό των τηλεαστέρων του καναλιού. Από το 2008, όμως, η δημοσιότητα άρχισε να γίνεται διασημότητα. Και να αυτονομείται. Ηταν η χρονιά που συμμετείχε στην κριτική επιτροπή του «X-Factor». Ακολούθησαν ακόμη δύο κύκλοι εκπομπών και στη συνέχεια βρήκε τη θέση της, πάντα ως κριτής, στο «Your face sounds familiar» για δύο ακόμη σεζόν, χωρίς ωστόσο να παραμελεί τη διεύθυνση επικοινωνίας του Ant1. Με τους περισσότερους συνεργάτες της είχε φιλικές σχέσεις και το τηλέφωνό της δεν έκλεινε ποτέ –ούτε καν όταν βρισκόταν στο εξωτερικό ή αργά τη νύχτα –για τους δημοσιογράφους του τηλεοπτικού ρεπορτάζ.
Η Κατερίνα Γκαγκάκη μοιάζει να γλίστρησε σιγά σιγά στην παγίδα των φλας. Τόσο σιγά που ούτε η ίδια ούτε το κοινό κατάλαβαν πότε εγκαταστάθηκε απέναντι από τους προβολείς. Πότε από εξέκιουτιβ έγινε τηλεστάρ. Πάντως, από το πρώτο «X-Factor» μέχρι και την αποχώρησή της πριν από δύο χρόνια από τον Αnt1 φόρεσε όλες τις αποχρώσεις του γαλάζιου, του ροζ, του φιστικί και του κίτρινου (χρώματα που την κολακεύουν), δοκίμασε τα ντεκολτέ σε όλα τα επιτρεπτά βάθη (η φυσική φινέτσα της την προστατεύει), μίλησε πολλές φορές στα μικρόφωνα –μπαίνοντας ή βγαίνοντας από πρεμιέρες –για τις θυσίες που έχει κάνει στην προσωπική της ζωή, τις σχέσεις με την οικογένειά της, αν τη φοβούνται οι άνδρες, αν της αρέσει το shopping, αν κάνει διατροφικές ατασθαλίες, όλα αυτά τα αδιάφορα που γεμίζουν τις ώρες του τηλεοπτικού κουτσομπολιού. Η προσωπική της ζωή κρατήθηκε μακριά από τη δημοσιότητα, εκτός από μία σχέση που διέρρευσε, αναδρομικά μάλιστα, σε κάποια έντυπα.
Η έξοδος, λόγω περικοπών, από το κανάλι την οδήγησε στην Κύπρο. Και το «Star Academy» την ξαναέφερε στην ελληνική τηλεόραση. Γιατί συμμετέχει σε μια εκπομπή που το πιθανότερο είναι ότι δεν θα συμπεριελάμβανε στο πρόγραμμα ενός καναλιού για το οποίο θα δούλευε, πώς ταιριάζει ο κριτής που πετάει τη μασημένη τσίχλα του σε διαγωνιζόμενο με το καθωσπρέπει προφίλ της και γιατί κάνει η ίδια αυτό που θα συμβούλευε να μην κάνει ένας τηλεστάρ με τον οποίο θα συνεργαζόταν, μόνο η ανθρώπινη ματαιοδοξία γνωρίζει.