Ο ιδιωτικός χώρος της Ελλης Παππά είναι γεμάτος από μαυρόασπρες φωτογραφίες του Νίκου Μπελογιάννη. Χρειάστηκε να προσηλώσω το βλέμμα στο κυκλαδίτικο ειδώλιο που ήταν πάνω στο πρεβάζι του τζακιού. Σχήμα γυναίκας με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, χωρίς μάτια, και με το κέντρο βάρους ακριβώς στο εφηβαίο. Το αποφασίζω αμέσως.
Κυρία Παππά, με ενδιαφέρετε εσείς.
«Εμένα με ενδιαφέρει ο Νίκος».
Οι γυναίκες που έζησαν δίπλα σε ιστορικές προσωπικότητες της Αριστεράς βγαίνουν σιγά σιγά παραπονούμενες.
«Με ποια έννοια; Οτι είναι ριγμένες; Στις καταστάσεις που ζήσαμε έπαιζε πρώτο ρόλο η Ιστορία. Δεν μπορείς να της γλιστρήσεις».
Αισθανθήκατε ποτέ «συμπληρωματική» του άνδρα που «έγραφε την Ιστορία»;
«Οχι, όχι. Εκανα αυτό που εγώ ήθελα να κάνω και που θα το έκανα οπωσδήποτε έτσι».
Πώς έτσι;
«… Θυμάμαι έναν από τους δεσμοφύλακές μας. Τον μπαρμπα-Γιώργη. Κάθε τόσο άνοιγε το παραθυράκι του κελιού και με κοίταζε με ένα άγριο μάτι. Του χαμογελούσα και του έλεγα καλημέρα. Τον πείραζε αυτό. Δεν το άντεχε. Μια μέρα δεν άντεξε, μπήκε μέσα, με πλησίασε και μου είπε: “Ε, λοιπόν, είσαι… είσαι…”. “Τι είμαι;” του λέω. “Είσαι, μεγάλος άντρας”. Ο Νίκος τ’ άκουσε και μου έγραψε: “Αν κατάλαβα καλά, ο μπαρμπα-Γιώργης σε είπε… μεγάλο άντρα. Μπράβο, και σ’ ανώτερα!”».
Εσείς, μέσα στο κελί, αισθανθήκατε ποτέ «μεγάλος άντρας»;
«Εγώ; Δεν είχα λόγο να αισθάνομαι ούτε “μεγάλος” ούτε “άντρας”. Ο μπαρμπα-Γιώργης μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούσε να δικαιολογήσει μέσα του πράγματα που του έκαναν εντύπωση».
Η Ελλη Παππά με βάζει στη θέση μου. Υποχωρώ ευχαρίστως και ετοιμάζομαι να πλησιάσω τη δική της θέση.
Χαμόγελο διερευνητικό και επανέρχεται…
Η ζωή στα κελιά μας
«Ημασταν στην απομόνωση σε κοντινά κελιά, έτσι ώστε να μπορούμε να επικοινωνούμε και με τον βήχα. Ανταλλάσσαμε σημειώματα. Στην αρχή ήταν σκέτη τραγωδία, γιατί δεν είχαμε ούτε χαρτί ούτε μολύβι. Ο Νίκος βρήκε ένα τόσο δα μολυβάκι, έβγαλε λίγη μύτη και μου την έστειλε. Του έγραφα κρατώντας την ανάμεσα στα νύχια μου. Παίρναμε χαρτί από τα σκουπίδια, το πλέναμε, το στεγνώναμε. Αυτό γινόταν πολλές φορές την ημέρα. Του Νίκου το κελί ήταν “λευκό κελί”. Ολόκληρο το εικοσιτετράωρο λουσμένο σε βασανιστικό φως. Το δικό μου ήταν “μαύρο”… Περίμενα να ανάψει ο γλόμπος του διαδρόμου και να στείλει στο ταβάνι του κελιού μου ένα τρίγωνο από φως. Με τις αντανακλάσεις, του έγραφα και διάβαζα τα δικά του. Κάποια στιγμή η μύτη του μολυβιού έλιωσε, έφυγε από τα νύχια μου, την έχασα. Εκαιγα τότε την άκρη ενός σπίρτου και τη χρησιμοποιούσα σαν γραφική ύλη. Από τότε άρχισε και ο Νίκος να ζητάει στη φυλακή τσιγάρα. Το αστείο είναι ότι οι χαφιέδες που ήξεραν ότι δεν καπνίζει θεώρησαν ότι ο “Μπελογιάννης έσπασε” κι άρχισε το τσιγάρο και μάλιστα το διοχέτευσαν στις εφημερίδες…».
Είπατε ότι ήταν πιο προχωρημένος από εσάς σε μερικά πράγματα.
«… Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι δεν απέκλειε να δημοσιευθούν κομμάτια από την αλληλογραφία μας στην απομόνωση, τα οποία ήταν κατά κάποιον τρόπο οι πιο προσωπικές μας στιγμές».
Ζούσατε «μαζί» μέσα στην απομόνωση;
«Του έγραψα σ’ ένα από τα περίφημα σημειώματα ότι αυτό που λείπει από την Ελλάδα είναι η “ιστορία της ελληνικής σκέψης” και αν ζήσουμε θα μπορούσαμε να καταπιαστούμε με κάτι τέτοιο μαζί. “Θα το αρχίσουμε από δω μέσα”, μου απάντησε. Υπήρχε ένας νεαρός δεσμοφύλακας που έκανε τη θητεία του, πολύ δεξιός… Αυτός αγαπούσε τα βιβλία. Συμφωνήσαμε να του δίνουμε λεφτά να μας αγοράζει αυτά που θέλαμε και κατόπιν να του τα χαρίζουμε».
Πώς διαλέγατε τη βιβλιογραφία σας; Είχατε, ας πούμε, μαρξιστικά κριτήρια; Ποιο υλικό μπορούσατε να εμπιστευθείτε;
«Ξεκινήσαμε με την “Ανθολογία της Ελληνικής Λογοτεχνίας” του Βαλέτα. Ζητούσαμε οτιδήποτε κυκλοφορούσε σε σχέση με τον Κάλβο και τον Σολωμό. Εγώ πήρα κυρίως την Αρχαιότητα. Ο Νίκος πήρε το Βυζάντιο. Ξέραμε ότι χρησιμοποιούσαμε Αστούς ιστορικούς, αλλά ξέραμε και τι γυρεύαμε».
Τι θυμάστε από τον «αντίπαλο»;
«Δεν είχαμε αισθήματα μίσους για τους δεσμοφύλακές μας. Ανοίγαμε το παραθυράκι και τους λέγαμε καλημέρα. Αυτό τους αποπρογραμμάτιζε. Τους προξενούσε αισθήματα θαυμασμού και συμπάθειας. Σου το έλεγαν κιόλας. Δεν μπορούσαν να κρατηθούν. Εγώ δεν τα ξεχνάω αυτά. Είναι από αυτά που κρατάς στη ζωή σου. Οταν ο σεβασμός έρχεται από τον αντίπαλο, είναι μεγάλο πράγμα».
Η επιστολή Πλουμπίδη
Σας χρειάστηκε περισσότερος ηρωισμός «μέσα στο Κόμμα»;
«Ναι. Φυσικά».
Εάν το Κόμμα αποκήρυσσε τον Μπελογιάννη;
«Μπορούσε να συμβεί αυτό, όπως έγινε και με τον Πλουμπίδη. Ξέρεις τι έγινε με την επιστολή που έστειλε ο Πλουμπίδης προσπαθώντας να πάρει αυτός επάνω του την υπόθεσή μας, με σκοπό να ματαιώσει την εκτέλεση… Μάλιστα είχε βάλει και το δακτυλικό του αποτύπωμα πάνω, ώστε να μην αμφισβητηθεί η γνησιότητά της. Μόλις μαθεύτηκε η επιστολή, αμέσως έφτασε και η “διάψευση” από τον Ραδιοσταθμό της Ελεύθερης Ελλάδας… Φυσικά οι φύλακες έσπευσαν να μας δείξουν τι έγραφαν οι εφημερίδες. Κοιταχτήκαμε με τον Νίκο. Λέμε, μα τι συμβαίνει; Είδα την απορία μου να ζωγραφίζεται και στα δικά του μάτια. Μου λέει: “Δεν καταλαβαίνεις; Αν είναι να πάω εγώ, να μην πάει κι εκείνος. Να μείνει ένας απ’ τους δυο”. Ηξερα ότι ήξερε, ότι δεν πίστευα αυτά που μου έλεγε. Ο φόβος του Νίκου εκείνη την ώρα ήταν ότι αυτή η ιστορία θα έχει και συνέχεια και η βεβαιότητά του ότι ο Πλουμπίδης ήταν εντάξει. Αλλά, φυσικά, την ίδια ώρα που τα λέγαμε αυτά, ακούγαμε συγχρόνως και το “πυρ”…».
Δεν επικαλεστήκατε την επιστολή Πλουμπίδη.
«Μετά την απόρριψη της αίτησης για χάρη, οι δικηγόροι μας είπαν ότι το μόνο που υπάρχει είναι η Αίτηση στον Αρειο Πάγο για Αναίρεση. Για να γίνει όμως δεκτή, έπρεπε να έχουμε κάποιο νέο στοιχείο. Και αυτό ήταν η επιστολή Πλουμπίδη. Και λέω: Πώς να κάνουμε χρήση αυτής της επιστολής αφού το Κόμμα τον αποκήρυξε; Ηταν λέει “πλαστή”… Το ίδιο μου είπε και ο Νίκος».
Πονέσατε όταν το λέγατε;
«Φυσικά, φυσικά. Και πόνεσα ακόμη περισσότερο όταν πιάστηκε ο Πλουμπίδης και τον κατήγγειλαν για “χαφιέ”. Εστειλα ένα σημείωμα στο Κόμμα, όπου άφηνα να καταλάβουν ότι δεν είναι χαφιές. Μου λένε, στείλε ό,τι ξέρεις. Κάθησα μια νύχτα, πήρα ένα βιβλίο με μεγάλα περιθώρια –την “Αννα Καρένινα” –και έγραψα εκεί, χρησιμοποιώντας λεμόνι, για ποιον λόγο πίστευα ότι ο Πλουμπίδης δεν ήταν χαφιές. Εγραφα να μου στείλουν ένα μήνυμα, να μου πουν πώς βλέπουν αυτά που γράφω, αλλά απάντηση δεν πήρα. Ευτυχώς ζει ο άνθρωπος που αποκρυπτογράφησε το μήνυμά μου. Τον συνάντησα τώρα τελευταία και μου είπε: “Απάντηση πήρες, αλλά δεν το κατάλαβες”. Του λέω, “ποια;”. Και τότε μου λέει: “Ο ραδιοσταθμός απέξω σταμάτησε να σ’ αναφέρει”…».
Είστε καλά τώρα;
«Υπέφερα πολύ. Η καθαίρεσή μου ήρθε στη φυλακή και κάθησα για χρόνια στη γωνία. Ελάχιστοι σύντροφοί μου ήξεραν τι συνέβη μ’ εμένα. Κλείστηκα στο κελί και δεν ανέβαινα ούτε στην ταράτσα. Αρρώστησα. Από κάτι τέτοια μπορεί να τρελαθείς. Δεν τρελάθηκα. Τελικά γλίτωσα».
Ξεφυλλίζουμε τα βιβλία που είναι πάνω στο τραπεζάκι. Η συζήτηση σιγά σιγά αποφορτίζεται. Σταματάμε στα σχόλια του Νίκου Μπελογιάννη για την «Ελληνική Νομαρχία». Επιστρέφουμε στα τρέχοντα.
Λάθη και μυθολογίες
Συμμερίζεστε αυτά που φοβούνται οι άλλοι αριστεροί; Υπάρχει «εθνικισμός» στον ορίζοντα;
«Μπροστά στους εθνικισμούς που μας απειλούν, ο δικός μας δεν είναι τίποτε. Οταν εμείς κατεβαίναμε στις διαδηλώσεις της Αθήνας για να μην πάρουν οι Βούλγαροι τη Μακεδονία, όπως τους την είχε υποσχεθεί ο Χίτλερ, γιατί το κάναμε; Από εθνικισμό;».
Δηλαδή λέτε ότι και σήμερα συντρέχουν λόγοι;
«Βεβαίως υπάρχει κίνδυνος και δεν καταλαβαίνω ώς πότε θα συγχέουμε τον εθνικισμό με τον πατριωτισμό. Εκείνο που βλέπω είναι ότι η αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού οφείλεται και στους κακούς χειρισμούς εθνικών ζητημάτων. Χρόνια ζήσαμε με το παραμύθι ότι δεν υπάρχουν σύνορα, ότι όλοι είμαστε αδέρφια… Αυτά τα πράγματα δεν είναι μύθος, όχι. Είναι παραμύθι».
Διακρίνατε από νωρίς τα «λάθη»;
«Οταν ο Νίκος πήγε στο ντουφέκι, δεν πήγε όπως πολλοί άλλοι, πριν από την ήττα, που πήγαιναν γελώντας και τραγουδώντας. Ο Νίκος όταν πήγε ήξερε ότι δεν υπήρχε όνειρο. Οτι το όνειρο είχε συντριβεί. Τα λόγια που μου είπε την τελευταία μέρα κάνουν την υπόθεση τραγωδία. Μου είπε: “Και να σκέφτεσαι ότι πάμε να πεθάνουμε για ένα λάθος”. Το “λάθος” ήταν η αποχή που είχε φέρει τον Εμφύλιο. Ο Εμφύλιος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Ο Νίκος το ήξερε αυτό και δεν μου το είπε για να το κρύψω στα τρίσβαθα της ψυχής μου, αλλά σαν κάτι που όφειλα να το πω. Δεν το είπα για πολλά χρόνια. Φοβήθηκα. Πώς το λένε, δίστασα. Είχαμε τότε δύσκολες καταστάσεις κι εκείνη η συνήθεια να μη μιλάμε…».
Σύμφωνοι, αποστρέφεστε τις «μυθολογίες». Το παιδί σας, όμως, γιατί έπρεπε να πάρει το ίδιο όνομα με τον πατέρα του; Ενα τόσο φορτισμένο όνομα, σε τόσο δύσκολους καιρούς;
«Ο ίδιος ο Νίκος το ήθελε. Μας είχαν στείλει τότε στη φυλακή μια γαλλική ατζέντα με το καθολικό εορτολόγιο. Μου γράφει λοιπόν σε μια σελίδα ο Νίκος: “Αν είναι αγόρι και χαθώ, θα πάρει το όνομά μου. Αν ζήσουμε, λέω να το βγάλουμε Βίκτορα, που στα λατινικά αντιστοιχεί με το Νίκος”».
Θα θέλατε να είχατε μια κόρη;
«Ναι. Ωραία θα ήταν να είχα κάνει δίδυμα. Γιατί να μην κάνω δίδυμα τότε;».