Oταν οι σημερινοί κυβερνώντες σφυροκοπούσαν από τα έδρανα της αντιπολίτευσης τους προκατόχους τους, χρησιμοποιούσαν ως υπερόπλο την υποτιθέμενη ικανότητά τους στη διαπραγμάτευση. Το Μνημόνιο θα αποτελούσε παρελθόν με έναν νόμο και ένα άρθρο όχι μόνο επειδή εκείνοι θα διαπραγματεύονταν καλύτερα, αλλά κι επειδή –κατ’ αντιδιαστολή με τους προηγούμενους –ήταν αποφασισμένοι να το κάνουν.

Το αφήγημα που χώρισε τον πολιτικό κόσμο στους «πατριώτες» οι οποίοι υπηρετούσαν το εθνικό συμφέρον και τους «γερμανοτσολιάδες» που υποκλίνονταν στα συμφέροντα των δανειστών αποδείχθηκε αποτελεσματικό στις κάλπες. Ο ΣΥΡΙΖΑ νίκησε στις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση με αυτούς που είχαν επιστρατεύσει την ίδια διχαστική ρητορική, τους ΑΝΕΛ.

Σήμερα είναι σαφές ποιο ήταν το βάθος της αποφασιστικότητας –η υπογραφή του τρίτου Μνημονίου έπειτα από έξι μήνες πειραματισμών. Ακόμη χειρότερα, είναι εμφανές ποιο είναι και το περιεχόμενο της ικανότητας: η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται τη διαπραγμάτευση ως ανατολίτικο παζάρι. Η διαπραγματευτική ομάδα δείχνει να πιστεύει ότι εάν οι δανειστές ζητούν δέκα κι εκείνη αντιπροτείνει τρία ή τέσσερα, στο τέλος θα συμφωνήσουν στο πέντε και η αξιολόγηση θα κλείσει.

Είναι μια κοντόφθαλμη αντίληψη που δεν λαμβάνει υπόψη της ότι, όσο περνάει ο καιρός χωρίς να κλείνει η αξιολόγηση, τα δέκα που απαιτούν οι δανειστές θα γίνουν έντεκα και δώδεκα. Ο λογαριασμός ανεβαίνει, το κόστος γίνεται όλο και πιο δυσβάσταχτο. Για να πέσει, στο όνομα αυτού του αδιανόητου παζαρέματος, στους ώμους μιας κοινωνίας που ήδη έχει σηκώσει τεράστιο βάρος.