Ρίτα Λυμπεράκη. Σημάδεψε την πεζογραφική και θεατρική παραγωγή της μεταπολεμικής Ελλάδας. Εζησε με πάθος, έγραψε με πάθος και αλληλογράφησε με πάθος με την κόρη της, Μαργαρίτα Καραπάνου. Ενωσε τη ζωή της με τον έρωτα, τη γραφή και την κόρη της, όπως φανερώνουν τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα γράμματα που της έστελνε από το Παρίσι:

«Γλυκεία μου, επιτέλους ένα γράμμα (χωρίς ημερομηνία). Γράψε μου σε παρακαλώ. Οταν δεν έχω νέα σου, νιώθω άδεια μέσα μου και σαν να μην υπάρχω». (Σάββατο 17 Οκτωβρίου 1970)

«Στον Φαίδρο, ο Πλάτωνας λέει πως, όταν έρχεται σε επαφή με τον έρωτα, η ψυχή του “ζει τε και αγανακτεί και γαργαλίζεται”! Θεσπέσιο!» (Τέταρτη 8 Μαΐου 1968)

«Κατά βάθος αυτό που με ενδιαφέρει είναι να νιώθω και να γράφω. Για τα υπόλοιπα αδιαφορώ ή σχεδόν» (Τρίτη 16 Μαρτίου 1971)

Η φωτογραφία απεικονίζει τη Ρίτα Λυμπεράκη στο Παρίσι το 1950. Η Χριστίνα Τσίγκου απαθανατίζει τη φίλη της στις όχθες του Σηκουάνα. Στην αποβάθρα του Pont Neuf. Eίναι καλοκαίρι. Η Ρίτα είναι 31 ετών. Είναι ήδη μια καταξιωμένη συγγραφέας έχοντας εκδώσει δύο σημαντικά έργα, «Τα ψάθινα καπέλα» και τα «Δέντρα» που γνωρίζουν αμέσως εκδοτική επιτυχία. Από τον γάμο της με τον δικηγόρο – ποιητή Γεώργιο Καραπάνο γεννιέται το 1946 το μοναδικό της παιδί, η Μαργαρίτα. Λίγους μήνες μετά τη γέννηση χωρίζει και εγκαθίσταται στο Παρίσι. Το μωρό της μεγαλώνει στην Αθήνα με τη μητέρα της Ρίτας, τη Σαπφώ Φέξη. Η νεαρή συγγραφέας φεύγει από τη μεταπολεμική Ελλάδα για να δημιουργήσει και να δημιουργηθεί μακριά από οδυνηρά, προσωπικά και κοινωνικά βιώματα.

Στο Παρίσι θα συνδεθεί με την ελληνική αριστερή διανόηση. Το 1945 το «Ματαρόα», το πλοίο της μεγάλης φυγής, με πρωτοβουλία του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Οκτάβιου Μερλιέ μεταφέρει στη Γαλλία τον ανθό του ελληνικού πνεύματος που ασφυκτιούσε στην Ελλάδα του Εμφυλίου. Ανάμεσά τους οι Νίκος Σβορώνος, Κώστας Παπαϊωάννου, Κώστας Αξελός, Κορνήλιος Καστοριάδης, Γιώργος Κανδύλης, Μέμος Μακρής, Ντίκος Βυζάντιος, Ελλη Αλεξίου, Μιμίκα Κρανάκη, Μάτση Χατζηλαζάρου κ.ά. Εκτός Ελλάδας μια νέα εποχή ξανοίγεται. Η μετάβαση στη Γαλλία ενσαρκώνει το όραμα για μια άλλη ζωή ελευθερίας και δημιουργικότητας. Εχω την αίσθηση ότι ένα τέτοιο όραμα διαποτίζει τη φωτογραφία.

Η φωτογραφία συμπυκνώνει, μεταμφιέζει, υποκαθιστά. Αποκαλύπτει. Ελευθερώνει ελεύθερους συνειρμούς. Σε αυτούς θα σταθώ για να διαβάσω και να ονειρευτώ αυτή τη φωτογραφία. Απεκδύομαι της ταυτότητάς μου. Δεν είμαι εγώ. Είμαι η Μαργαρίτα Καραπάνου. Η κόρη της Ρίτας. Δικές της είναι οι σκέψεις και τα λόγια που ακολουθούν.

1950. Είμαι 5 ετών. Η μαμά φορά ένα ρούχο καλοκαιρινό. Λουλουδιασμένο φόρεμα. Σαν κήπος. Σαν αγρός. Κοιτάζω τη φωτογραφία κι ονειρεύομαι. Το όνειρο, η βασιλική οδός για το ασυνείδητο. Κοιτάζω τη Ρίτα όμως εκείνη δεν με κοιτά. Εχει γυρισμένο το κεφάλι στην άλλη μεριά. Θα ήθελα να με κοιτάζει. Θα ήθελα να μπορώ να καθρεφτίζομαι στα μάτια της που με κοιτάζουν και να λέω «καλό είναι αυτό που βλέπω». Θα ήθελα σε αυτό το βλέμμα να γίνομαι εγώ. (…) Αν ήμουνα εγώ σε αυτό το βλέμμα, ίσως δεν θα χρειαζόταν είκοσι πέντε χρόνια μετά να έγραφα στην προμετωπίδα του πρώτου μου βιβλίου «Γεννήθηκα Ιούλιο, αστερισμό του καρκίνου, όταν με πήγαν να με δει, γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά».

Το Παρίσι ξελογιάζει μαμά (…) όμως κι εγώ μπορώ να σε ξελογιάσω, το ξέρεις; Eίμαι το Παρίσι μαμά, καθρεφτίζομαι στα νερά του Σηκουάνα. Μαζί με τους καθεδρικούς ναούς, τα θέατρα, τα μουσεία, τα καφέ, Deux Magots, Café de Flore, Brasserie Lipp, τις μουσικές. Ο Σαρτρ, η Ζιλιέτ Γρεκό, ο Πικάσο, ο Καμί, η Σιμόν ντε Μποβουάρ. Για χάρη σου, μαμά, γίνομαι τα πρόσωπά τους. Γίνομαι η ανάσα τους. Σε κατοικώ. Το Μεταπολεμικό Παρίσι δοκιμάζει να επουλώσει τις ρωγμές ενός πολέμου που διαρκεί, κι εγώ δοκιμάζω να σε ξελογιάσω μαμά και δεν τα καταφέρνω.

«Κοιτά με», σου ψιθυρίζω, «κοίτα με», γύρισε λίγο το κεφάλι σου. Τι συλλογίζεσαι; Σιωπή.

1976. Είμαι 30 χρονών μαμά, και κοιτάζω ξανά τη φωτογραφία.

Παράξενο, κι όμως, χαίρομαι που κοιτάζεις από την άλλη μεριά. Αν με κοίταζες θα με εγκλώβιζες. Θα με σαγήνευες με το βλέμμα σου. Θα με καθήλωνες. Δεν θα έγραφα την «Κασσάνδρα και τον Λύκο». Το γυρισμένο αλλού βλέμμα σου, η ομίχλη που αποπνέει η φιγούρα σου, η ξένη σε μένα μελαγχολία σου, μου επιτρέπει να γράφω μαμά και να μπορώ να προετοιμάζω τα επόμενα βιβλία μου. Γιατί είμαι κι εγώ συγγραφέας μαμά, και μάλιστα ναι! πιο ταλαντούχα, και πιο αιχμηρή, και πιο τολμηρή στη γλώσσα και στο ύφος μαμά. «Κανείς δεν έχει χειριστεί το θέμα της παιδικής ηλικίας όπως εγώ», «Κανείς δεν έχει μιλήσει για την κρυφή σκληράδα, για το αόρατο αυτό μείγμα της φαντασίας και της πραγματικότητας, μ’ έναν τρόπο τόσο ανοιχτό και απροσδόκητο». Ετσι είπαν για μένα μαμά. Σε άφησα πίσω.

2001. Είμαι η Κασσάνδρα μαμά. Προφητεύω τα μελλούμενα. 50 χρόνια χωρίζουν αυτή τη φωτογραφία από το θάνατό σου. Πέθανες. 82 ετών. Η κοπέλα της φωτογραφίας έχει συρρικνωθεί. Το γήρας είναι σφαγή. Δεν υπάρχει Σηκουάνας. Δεν υπάρχει λουλουδιαστό φόρεμα. Δεν υπάρχει η αισθητική της μελαγχολίας. Μόνο η αγριάδα του θανάτου σε μια χώρα που τη λένε Ελλάδα. Σε αποχαιρέτησα.

«Γλυκιά μου, σε κρατώ στην αγκαλιά μου. Τα χεράκια σου είναι τυλιγμένα γύρω απ’ το λαιμό μου. Είσαι τόσο ελαφριά και μοιάζεις με κούκλα. Τρέχουμε στο δάσος. Είναι νύχτα.

“Θα πεθάνω;” με ρωτάς.

“Ναι, μανούλα, ναι” απαντώ.

Κλαις».

2017. Σε μια πόλη που τη λένε Αθήνα, επιστρέφω σε εμένα. Γίνομαι πάλι εγώ. Εγώ, ο θεατής, ο συμμετοχικός κι ανίδεος θεατής, εγώ, η φιλενάδα της χαμένης Μαργαρίτας, εγώ, η Φωτεινή, αναζητώντας τις λέξεις-μαχαίρι, τις λέξεις από πάγο κι από αίμα, τις λέξεις που δεν έχω, για να αναστήσω σε όλο της το σκοτεινό μεγαλείο, το ανάστημα της νεκρής μάνας.