Ακούγεται συχνά ότι έχουμε πιάσει πάτο. Στα καφενεία της επικράτειας διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται χειρότερη διακυβέρνηση. Οτι οι φιλοδοξίες να γίνουμε Δανία του Νότου δυστυχώς καταλήγουν σε Σομαλία του Βορρά. «Δεν πάει άλλο». Σαφώς και αυτά είναι υπερβολές. Ωστόσο, αν πιεστούμε να βρούμε κάτι χειρότερο, δύσκολα βρίσκουμε χειροπιαστό παράδειγμα πραγματικά καταστροφικότερης οικονομικής διαχείρισης.
Και όμως υπάρχουν χειρότερα. Η απάντηση είναι ένα μυστικό μεταξύ οικονομολόγων. Η χειρότερη διακυβέρνηση –ανικανότερη από τις χειρότερες ημέρες της Ελλάδας –είναι του Ναούρου. Αυτό είναι ένα ανεξάρτητο κυκλικό νησί 10.000 κατοίκων, 5 ώρες αεροπορικά από τη Νέα Ζηλανδία –έθνος ανάδελφο στη μέση του Ειρηνικού.
Η χώρα αυτή μετά την ανεξαρτησία το 1968 είχε το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στον κόσμο. Η ευημερία οφειλόταν στην ύπαρξη μεγάλων κοιτασμάτων γκουάνο, τα οποία προσφέρονται για επιφανειακή εξόρυξη και πώληση για λιπάσματα. Η αφθονία αυτή εξηγείται αφού το γκουάνο δεν είναι παρά κουτσουλιές που αφήνουν θαλασσοπούλια που δεν είχαν πού αλλού να πάνε –αφού για χιλιάδες χιλιόμετρα γύρω υπήρχε άδειος ωκεανός. Η εθνικοποίηση της εταιρείας γκουάνο οδήγησε σε πάρτι εξόρυξης που εκτόξευσε τα εισοδήματα και το ΑΕΠ (ναουρικά στατίστιξ) της μικρής χώρας. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι, όταν βγει το γκουάνο, μένει μόνο βράχος –κρανίου τόπος. Αλλά το ΑΕΠ δεν λαμβάνει υπόψη ότι γκουάνο σήμερα = μηδέν γκουάνο αύριο και ότι η ευημερία των 1970-1980 γινόταν εις βάρος της νέας γενιάς, η οποία δεν θα είχε τίποτε πια να πουλήσει (κάτι σαν το Ασφαλιστικό).
Το πρόβλημα μη ανανεώσιμων πόρων δεν είναι άγνωστο. Το αντιμετωπίζει και η Νορβηγία που επενδύει τα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου για τις μελλοντικές γενιές. Στο Ναούρου τα κοιτάσματα κουτσουλιών αρκούσαν έως τις αρχές του 2000. Το Ναούρου, λοιπόν, έφτιαξε και αυτό επενδυτικό κεφάλαιο. Η διαφορά με τη Νορβηγία είναι ότι το επένδυσε το 1993 στο ανέβασμα μιούζικαλ στο Λονδίνο για τη σχέση του Λεονάρντο ντα Βίντσι με τη Μόνα Λίζα (Leonardo the Musical: A Portrait of Love). Το τετράωρο έργο βασιζόταν σε έμπνευση συμβούλου του ναουρουανού προέδρου και αποδείχθηκε μια από τις παταγωδέστερες αποτυχίες του λονδρέζικου θεάτρου όλων των εποχών. Καθώς πλησίαζε η οριστική εξάντληση του γκουάνο, οι πιστωτές κατέσχεσαν το κρατικό Μπόινγκ. Το επενδυτικό κεφάλαιο από 1,3 δισ. δολάρια το 1991 μειώθηκε σε 138 εκατ. δολάρια το 2001. Σε απόγνωση, η κυβέρνηση στράφηκε στις πωλήσεις γραμματοσήμων. Οταν αυτό δεν απέδωσε, προσπάθησαν να γίνουν οφσόρ τραπεζικός κόμβος για ξέπλυμα χρήματος πουλώντας και διαβατήρια σε τιμή ευκαιρίας. Αυτό όμως αναγκάστηκε να το αναιρέσει συνεργαζόμενη με τον ΟΗΕ το 2003. Το 2001 η νέα επενδυτική ιδέα είναι να γίνει κέντρο κράτησης για παράνομους μετανάστες που συλλαμβάνονταν στην προσπάθεια να περάσουν στην Αυστραλία. Ακόμη και σήμερα αυτό είναι η μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα.
Κατά τα λοιπά το κράτος απασχολεί το 95% των εργαζομένων, ενώ το ποσοστό ανεργίας είναι 90%. Πληθωρισμός δεν υπάρχει γιατί δεν υπάρχει νόμισμα. Το ΑΕΠ κατά κεφαλήν έχει κατρακυλήσει γύρω στα 2.000 δολάρια και πέφτει κάθε χρόνο. Η χώρα επιβιώνει χάρη σε οικονομική βοήθεια από την Αυστραλία και τη Ρωσία (ανταλλάσσοντας την ψήφο της στον ΟΗΕ). Παρά ταύτα, οι Ναουρουανοί έχουν τον υψηλότερο δείκτη παχυσαρκίας στον κόσμο. Το ότι πιάσαμε πάτο και δεν υπάρχει χειρότερο, λοιπόν, είναι υπερβολή. Υπάρχει και το Ναούρου.
Ο Πλάτων Τήνιος είναι οικονομολόγος, επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς