Τον Φεβρουάριο του 1952 όταν ο Νίκος Μπελογιάννης και οι συγκατηγορούμενοί του, καταδικασμένοι ήδη σε θάνατο, οδηγούνταν σε δεύτερη δίκη, αυτή τη φορά με έναν νόμο του Μεταξά, τον διαβόητο 375 περί κατασκοπείας, ο οποίος είχε ενεργοποιηθεί ξανά λίγο πριν από τη δίκη, ο βουλευτής της ΕΠΕΚ Λουκής Ακρίτας, ο πατέρας της δικής μας Ελενας, είχε δηλώσει στις εφημερίδες:

«Εάν ο κομμουνισμός χαρακτηρισθή αδίκημα κατασκοπείας, είναι μοιραίον όλοι οι συλληφθέντες κομμουνισταί να χαρακτηρισθούν κατάσκοποι και να επαναρχίση μία περιπέτεια βαθυτέρα και πλέον επικίνδυνος διά την ομαλήν εξέλιξιν του πολιτικού μας βίου».

Ο Ακρίτας και όσοι αντιτάχθηκαν στη μεταμφίεση μιας δίκης για τα φρονήματα των κατηγορουμένων σε δίκη για κατασκοπεία δεν εισακούσθηκαν. Οπως δεν εισακούσθηκαν και όσοι, από τον στρατηγό Ντε Γκολ έως τον Αραγκόν, τον Σαρτρ ή την Κιουρί, έκαναν εκκλήσεις τότε να μην εκτελεστούν οι θανατικές ποινές. Το κακό έγινε. Αλλά δεκαετίες τώρα πιστεύαμε πως είχε γίνει πια κοινή πεποίθηση, κοινός τόπος, πως εκείνοι που τότε είχαν αντιταχθεί στις εκτελέσεις και στην ίδια την κατηγορία περί κατασκοπείας είχαν δίκιο. Και πως η προφητεία του Ακρίτα για τους κινδύνους εις βάρος της δημοκρατίας είχε επιβεβαιωθεί πανηγυρικά το 1967. Αλλά να που ξανακούστηκε στη Βουλή των Ελλήνων αυτές τις ημέρες, και όχι μόνο από χείλη χρυσαυγιτών, το επιχείρημα πως «ο Μπελογιάννης δεν εκτελέστηκε για τις ιδέες του, εκτελέστηκε ως κατάσκοπος»!

Αλλά πώς κατρακυλήσαμε μέχρι εδώ;

Η κυρίαρχη άποψη αυτό τον καιρό φαίνεται να είναι πως ο σεβασμός απέναντι στον Μπελογιάννη, τη θυσία του, τη γενναιότητα και την αξιοπρέπεια με την οποία εκείνος αντιμετώπισε τη δίκη και τον θάνατο, είναι σημάδι της περίφημης «ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς» που σφράγισε –υποτίθεται –τη μεταπολίτευση. Ενδειξη της επικράτησης της αφήγησης των ηττημένων επί της αφήγησης των νικητών του Εμφυλίου, στα χρόνια μετά το 1974.

Αλλά, δεν είναι έτσι.

Θυμίζω: δύο χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το 1951, οι φυλακές της χώρας στέγαζαν περίπου 14.000 πολιτικούς κρατουμένους, ανάμεσά τους 2.000 καταδικασμένους σε θάνατο και 5.000 σε ισόβια. Στον Αϊ-Στράτη και στο Τρίκερι ζούσαν εκτοπισμένοι μερικές χιλιάδες ακόμη. Στην ερειπωμένη, κατεστραμμένη από μια ολόκληρη δεκαετία αίματος, πάμφτωχη Ελλάδα των μετεμφυλιακών χρόνων «η νομιμότητα λειτουργούσε», κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση, «μόνον υπό την αίρεση της νομιμοφροσύνης». Και τον τόνο έδινε ο λόγος του Στέμματος: «Κανένας συμβιβασμός με τους κομμουνιστάς και τους συνοδοιπόρους των».

Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διάρκεια ενός σύντομου κεντρώου διαλείμματος αναστήθηκε η άποψη –όπως τη διατύπωσε στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του, το 51, ο Πλαστήρας –πως «η εσωτερική ειρήνευσις, η λήθη του παρελθόντος, η συνεργασία και ενότητα όλων των Ελλήνων» είναι η προϋπόθεση για την «επανόρθωσιν των ερειπίων». Και πράγματι, από τα τέλη του 1949 οι θανατικές ποινές είχαν πάψει να εκτελούνται και αργότερα μετετράπησαν όλες σε ισόβια, οι περισσότεροι εκτοπισμένοι και φυλακισμένοι μέσα στο 1952 γύρισαν στα σπίτια τους, η «συμφιλίωσις» γινόταν το σύνθημα της ημέρας και δημιουργούσε την ελπίδα μιας δημοκρατικής «κανονικότητας».

Σε αυτήν ακριβώς τη συγκυρία, σε αυτή την καμπή ήρθε η υπόθεση Μπελογιάννη να κλείσει τον δρόμο, να γυρίσει το ρολόι της Ιστορίας πίσω στη δεκαετία του ’40 και να κρατήσει τη χώρα αιχμάλωτη, καθηλωμένη. Με το όπλο παρά πόδα, όπως την ήθελε το ζαχαριαδικό σύνθημα. Με το Σύνταγμα υποθηκευμένο στην εθνικοφροσύνη, όπως την ήθελε η άλλη πλευρά. Με τη δημοκρατία καχεκτική και επιτηρούμενη. Και με σχεδόν μοιραία κατάληξη την κατάλυσή της, το 1967.

Με αυτή την έννοια, η υπόθεση Μπελογιάννη και η τραγική μοίρα του ήρωά της έγιναν, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, το σύμβολο της κατανόησης, από τους κληρονόμους και τους μακρινούς πολιτικούς απογόνους και των δύο πλευρών του Εμφυλίου, της διπλής τραγωδίας που η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αποφύγει. Της υπαίτιας μοίρας της να είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που στον επίλογο του Μεγάλου Πολέμου έζησε έναν Εμφύλιο και, επιπλέον, καταδίκασε τον εαυτό της να κουβαλάει τις συνέπειες αυτού του Εμφυλίου, τις κατάρες του, για δυόμισι δεκαετίες. Μέχρι το 1974.

Και να που, αίφνης, 65 χρόνια μετά το δράμα, μια απλή εκδήλωση τιμής στον Μπελογιάννη (και μια άκομψη, πολύ πολιτικάντικη απόπειρα εγγραφής της στην κυβερνητική επικοινωνία) γίνεται αφορμή να δικαστεί για τρίτη φορά. Και να αποδειχθεί, στο φως της μέρας, ότι όσα θεωρούσαμε αυτονόητα, η ρητή ή άρρητη αναγνώριση των παλιών λαθών, των αρχαίων εγκλημάτων, τα αυτονόητα που ήταν επί 43 χρόνια το έδαφος που διαμόρφωσε τη μεταπολιτευτική δημοκρατική συναίνεση, ίσως δεν είναι πια αυτονόητα. Δεν ξέρω αν φταίει η κρίση. Δεν ξέρω αν φταίει ο τρόπος, κάποτε αυθάδης και αλαζονικός, που η σημερινή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εργαλειοποιεί την Ιστορία και το μεταπολεμικό δράμα της Αριστεράς την ώρα που κυβερνά με τη Δεξιά της Δεξιάς, και απελευθερώνει τα αντίρροπα ανακλαστικά. Δεν ξέρω αν φταίει ο χρόνος που περνά. Μα ξαφνικά, αναφάνηκε η ανάγκη να ξαναμάθουμε την αλφαβήτα της νεότερης Ιστορίας μας, για να συνεχίσουμε να ελέγχουμε διά της δημοκρατίας τους δαίμονές της.