Ας πάρουμε το καλό σενάριο. Εχοντας χάσει πολλά ορόσημα μέχρι τώρα, η αξιολόγηση τελικά κλείνει –μάλλον όχι τον Απρίλιο, πιθανώς τον Μάιο, ίσως όχι πριν από τον Ιούνιο. Αλλά πάντως κλείνει. Η κυβέρνηση νομοθετεί όσα της έχουν ζητηθεί και η εκταμίευση της δόσης γίνεται πριν από την αποπληρωμή των ομολόγων τον Ιούλιο. Ακολουθεί η συμφωνία του ΔΝΤ να συμμετάσχει στο πρόγραμμα –ή ακριβέστερα να συνάψει δικό του πρόγραμμα παράλληλα με αυτό του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Αυτή η συμμετοχή (παρά το γεγονός ότι τα χρήματα θα είναι λίγα) στην ουσία αίρει και το τελευταίο εμπόδιο για να δεχτεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Με τη σχετική ανακοίνωση της ΕΚΤ, και παρά το γεγονός ότι τα επιλέξιμα ελληνικά ομόλογα για την παρέμβαση της ΕΚΤ δεν είναι πολλά, τα περιθώρια δανεισμού θα συρρικνωθούν και αυτό θα επιτρέψει στην Ελληνική Δημοκρατία να εκδώσει το πρώτο της ομόλογο μετά το 2014. Το προβλεπόμενο ύψος δεν προβλέπεται μεγάλο και η χρονική περίοδος έκδοσης σχετικά βραχεία –εντός της περιόδου ασφαλείας στην οποία οι αποπληρωμές είναι μικρές και άρα το χρέος θεωρείται βιώσιμο. Αλλά θα είναι αρκετό ώστε –μετά και την περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, αν και χωρίς την άμεση εφαρμογή τους –οι αγορές να θεωρήσουν ότι η χώρα επανέρχεται σταδιακά σε μια «κανονικότητα» και να αρθεί εν μέρει η σημερινή καταστροφική αβεβαιότητα στην οικονομία.
Ετσι μπορεί να ξεκινήσει μια συζήτηση για το είδος της συμφωνίας που θα αντικαταστήσει το τρίτο Μνημόνιο όταν αυτό εκπνεύσει το 2018 –το πιθανότερο μια πιστωτική γραμμή για την περίπτωση που η Ελλάδα έχει πρόβλημα πρόσβασης στις αγορές, μαζί με ένα ποσό από τα υπόλοιπα του τρίτου προγράμματος διά παν ενδεχόμενον. Και βέβαια ένα σύνολο δεσμεύσεων οικονομικής πολιτικής (είτε το πούμε «Μνημόνιο» είτε κάτι διαφορετικό) ως αντιστάθμισμα των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που θα εφαρμοστούν σταδιακά, ικανό να πείσει τους καχύποπτους πιστωτές ότι η χώρα μας θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις.
Αυτό είναι το καλό σενάριο που υπακούει σε κανόνες πολιτικής αλλά και οικονομικής λογικής. Υπάρχουν φυσικά και άλλα. Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να «διαβάσει» άλλη μία φορά λάθος τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, ελπίζοντας σε πιο ευνοϊκό περιβάλλον μετά τις γαλλικές και τις γερμανικές εκλογές. Θα μπορούσε συνεπώς να καθυστερήσει τη διαπραγμάτευση, ακόμα και να ξεπεράσει τον κάβο του Ιουλίου, απορροφώντας κάθε ρευστότητα για να αποπληρώσει δανειακές υποχρεώσεις –αλλά με προφανές τεράστιο κόστος για την οικονομία και εξαιρετικά αμφίβολο όφελος. Ή τα πράγματα θα μπορούσε να οδηγηθούν σε ρήξη στη διαπραγμάτευση ή στη Βουλή και έτσι η χώρα να οδηγηθεί σε εκλογές. Ομως παρά τους φόβους πολλών (και τις ελπίδες άλλων), το ένστικτο αυτοσυντήρησης της κυβέρνησης είναι υπερβολικά ισχυρό για να οδηγηθούμε σε παρόμοια μονοπάτια. Εξάλλου είναι σαφές ότι το αφήγημα της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού είναι πλέον αυτό της εξόδου από την κρίση, και όχι της σύγκρουσης.
Ας παραμείνουμε λοιπόν στο «καλό» σενάριο. Και μετά όμως τι; Βγάζει αυτό το σενάριο τη χώρα από την κρίση ή σπρώχνει απλώς το πρόβλημα λίγο παρακάτω; Στην ουσία, το βασικό ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι αν έχει μέλλον μια μικρή, κλειστή οικονομία, με αδύναμους θεσμούς, σε μια ατελή οικονομική ένωση με σκληρό νόμισμα. Η απάντηση είναι ναι αλλά με μία σειρά από προϋποθέσεις.
Η πρώτη προϋπόθεση είναι πολιτική. Ο σημερινός κυβερνητικός σχηματισμός ούτε θέλει ούτε μπορεί να λάβει τις ριζικές αποφάσεις μετασχηματισμού του κράτους και της οικονομίας που είναι απαραίτητες για την ισότιμη συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη. Η πραγματική καμπή για την οικονομία θα έρθει ύστερα από εκλογές, αλλά μόνο αν η πολιτική αλλαγή μεταφραστεί έμπρακτα και σε αλλαγή αντίληψης. Προς το παρόν αυτή τη νέα αντίληψη δεν τη βλέπουμε από τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση –και ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη.
Δεύτερη προϋπόθεση: μια διόρθωση πορείας στην οικονομική πολιτική. Είναι σωστή η μετατόπιση στο μείγμα μακροοικονομικής πολιτικής που ζητούν οι θεσμοί, με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, την ελάφρυνση της φορολογίας με αναπτυξιακή στόχευση, αλλά και τις κινήσεις για τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού. Ο στόχος όμως για το πρωτογενές πλεόνασμα παραμένει υπερβολικά υψηλός κρατώντας πίσω την οικονομία, ενώ η ελάφρυνση του χρέους θα έρθει μόνο σταδιακά. Αρα και εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να σερνόμαστε για χρόνια, να αργήσει να πάρει μπροστά η οικονομική μηχανή, να μη δημιουργούνται θέσεις εργασίας και αυτό να καλλιεργεί περαιτέρω απογοήτευση και να δίνει τροφή στον λαϊκισμό.
Τρίτη προϋπόθεση είναι μία σειρά από θαρραλέες παρεμβάσεις διαρθρωτικού χαρακτήρα, ξεκινώντας από γρήγορα και χωρίς προκαταλήψεις (αυτό δεν σημαίνει και χωρίς κοινωνική συνείδηση) βήματα στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, και ειδικά των επιχειρήσεων. Και αυτό γιατί η χώρα χρειάζεται ένα επενδυτικό Big Bang, με άμεσες ξένες επενδύσεις δεκάδων δισ. από το εξωτερικό, εφόσον ικανή εγχώρια αποταμίευση δεν υπάρχει για να στηρίξει επαρκώς τις απαραίτητες επενδύσεις. Τα δε μεσο- και μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια που έχει ανάγκη η Ελλάδα κοιτούν και άλλα πράγματα πέρα από τη βιωσιμότητα του χρέους, η οποία καθοδηγεί βραχυπρόθεσμες μόνο και ευκαιριακές κυρίως επενδύσεις.
Ο κατάλογος των αναγκαίων παρεμβάσεων είναι γνωστός –αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι έχουν γίνει πράγματα από την αρχή της κρίσης που μόλις η χώρα αρχίσει να ανακάμπτει, θα φανούν στα νούμερα παραγωγικότητας αλλά και στη δυναμική ανάπτυξης. Ωστόσο απομένουν πολλά να γίνουν σε ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα. Αντί όμως να αναλωνόμαστε στις γνωστές γενικές επικλήσεις, ας κάνουμε μερικά πρακτικά πράγματα, όπως να στοχεύσουμε στη βελτίωση συγκεκριμένων παραμέτρων που θα βοηθήσουν τη χώρα να ανέβει στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας που παρακολουθούν οι επενδυτές. Ή να κάνουμε στοχευμένες αλλά και διαφανείς νομοθετικές παρεμβάσεις απεγκλωβισμού συγκεκριμένων επενδύσεων.
Κυρίως, ας μην αναλωθούμε σε άλλη μία ατέρμονη συζήτηση για το «εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης» που συζητάμε τόσα χρόνια. Υπάρχει –το λένε Μνημόνιο. Ας εφαρμόσουμε το διαρθρωτικό του σκέλος, αντί να δίνουμε μάχες οπισθοφυλακής –δεν είναι όλα όσα λέει σωστά, αλλά θα ήμαστε σε άλλη κατάσταση αν είχαμε εφαρμόσει με συνέπεια τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Και ας το συμπληρώσουμε με άλλες δικές μας πρωτοβουλίες δημιουργίας αξιόπιστων θεσμών στο κράτος και στη διοίκηση ή ρηξικέλευθων αλλαγών στο πολιτικό μας σύστημα –ουδείς μας εμπόδισε.
Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου είναι πρώην υπουργός