Τι ξέρουμε μέχρι σήμερα για την Ιστορία; Οτι δεν επαναλαμβάνεται, ούτε διδάσκει, επειδή δεν είναι αυτός ο ρόλος της. Οτι απεχθάνεται τις συγκρίσεις, αλλά ευνοεί τις αναλογίες. Και, εκτός άλλων, ότι την γράφουν οι νικητές, αλλά την ξαναγράφει η ιδεολογική ηγεμονία.
Η περασμένη εβδομάδα στράφηκε γύρω από τον αστερισμό του Μπελογιάννη, συμβόλου για τις πάσης φύσεως συνιστώσες της Αριστεράς. Και όπως όλα τα σύμβολα, δεν άντεξε στην επιστημονική ή μεθοδολογική ανάλυση. Προκάλεσε πάθη, αλλά δεν πρόσθεσε τίποτε στην «ιστορική» του διάσταση.
Είμαστε όλοι ιστορικοί; Μπορεί, αλλά η Ιστορία δεν έχει να κερδίσει τίποτε από τον επαγωγικό και περιγραφικό λόγο. Παράδειγμα που περνάει συνήθως κάτω από το ραντάρ της σύγχρονης ιστοριογραφίας: η έλλειψη μιας εμπεριστατωμένης μονογραφίας για τον Μελιγαλά. Αναζητούνται ακόμη προφανώς οι γενναίοι που θα αναψηλαφήσουν το «έγκλημα στην Πηγάδα» αντιμετωπίζοντας τη ρετσινιά των αναθεωρητών (σαν να μην ήταν η ίδια η ιστοριογραφία μια συνεχής αναθεώρηση, ένα παλίμψηστο ερμηνειών, βασισμένων σε ντοκουμέντα).
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, το Συνέδριο του οποίου ξεκίνησε χθες, ανέβηκε πρώτο στο βάθρο της ιστορικής ορθοδοξίας προστάζοντας την αγιοποίηση του Μπελογιάννη. Κάτι τέτοιο συνάδει προφανώς με την εσωτερική λογική ενός μηχανισμού. Δεν συνάδει ωστόσο με την πρόοδο της ιστορικής έρευνας, η οποία μετατράπηκε σε ιερό δισκοπότηρο για τις αντίπαλες πλευρές την τελευταία εβδομάδα.
Αν θέλει πάντως το ΚΚΕ να προσφέρει όντως υπηρεσίες αγαθές στην ερμηνεία της ελληνικής ιστορίας, διαθέτει ένα υπερόπλο, χρησιμότερο από το γερμανικό πιστόλι του Μπελογιάννη, το οποίο παρουσιάστηκε σαν κειμήλιο της Αριστεράς. Μπορεί απλώς να ανοίξει τα αρχεία του, από τα τελευταία κλειστά αρχεία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Μια νέα γενιά ιστορικών ερευνητών περιμένει το αυτονόητο: να χρησιμοποιήσει τις πρωτογενείς πηγές πριν εκφέρει κριτική άποψη για το παρελθόν. Τα υπόλοιπα είναι σιωπή –η οποία διακόπτεται κατά καιρούς από πιστολιές στον αέρα.