Είχα να πάω χρόνια. Μη σου πω και 10. Οχι. Λιγότερα. Πάντως προ κρίσεως. Αλλά μια και βρέθηκα δίπλα, κι απ’ την άλλη για να γλυκάνω τη στιγμή σ’ έναν πολύ δικό μου άνθρωπο που περνάει δύσκολες ώρες, είπα να μπω σ’ αυτό το ζαχαροπλαστείο με τις εκλεκτές γεύσεις και τις τιμές κοσμηματοπωλείου.

Σαν να μην είχε περάσει μέρα, η ίδια στοά με τις πρασινάδες και τα τραπεζάκια, μια κυρία έτρωγε ηδονικά την κρεμ-μπριλέ της, το σκυλάκι της μόλις με είδε, τι χαρές, τρίφτηκε στα πόδια μου, η ουρίτσα ελικόπτερο σαν να ‘μαστε χρόνια φίλοι του χάϊδεψα το κεφαλάκι, «Ευχαριστούμε» η κυρία.

Αλλά και μέσα το κατάστημα, οι ίδιες οι γνωστές βιτρίνες, το ψυγείο με τις τούρτες και τα σοκολατάκια, η μεριά με τ’ αλμυρά, τις κις-λορέν και τις σαρακοστιανές ταραμοσαλάτες, και τέλος στη γωνιά αυτό το μικρό γρανιτένιο αντικείμενο με τη μπιλίτσα στην κορφή να στριφογυρνάει και να τρέχει το νεράκι γλου-γλου-γλου μια μικρογραφία πηγής, μια πίκολα φοντάνα, απομεινάρι του, ξεχασμένου πια, φενγκ-σούι που για κάποια χρόνια τα έσπαγε στο κλεινόν μας άστυ.

Το μόνο που είχε αλλάξει όπως πρόσεξα μετά το «αχ οι παλιές καλές μέρες» που ησθάνθην ο αναπόλος, ήταν ένα ράφι με τα ίδια γλυκίσματα αλλά σε μέγεθος εντελώς συμβολικό, με μικρότερη βέβαια –όχι κατά πολύ, μη βιάζεστε –τιμή.

Διάλεξα δυο μικρογραφίες προφιτερόλ και μια μίνι τάρτα, βγάζω να πληρώσω.

–«Ααααχ… δεν δεχόμαστε καρτούλες».

–Ο λόγος;

Δεν ξέρω γιατί, ίσως ήτανε αυτό το υποκοριστικό, αυτό το «καρτούλες» που μου άναψε τα αίματα. Συνήθως είμαι ευγενής, τουλάχιστον στην αγορά. Να φανταστείτε όλοι οι ταξιτζήδες μου μιλούν στον ενικό, εγώ πληθυντικός πάντα, αλλά εδώ άρχισα να τρέμω. Η φωνή μου σαν να την πνίγανε.

–Δεν έχω καρτούλες, έχω κάρτα, και σας ξαναρωτάω, ο λόγος;

–Ξέρετε, μας χάλασε το μηχάνημα.

Αρχισα να τρέμω. Είδα, ψυγεία, βιτρίνες και μιλφέιγ να στροβιλίζονται πάνω απ’ το κεφάλι μου.

–Μην κάνετε έτσι κύριε. Υπάλληλος είμαι. Τι να σας πω;

Δεν ξέρω πώς μου ‘ρθε, ευτυχώς κρατήθηκα, αλλά εδώ είχα να της πω και να την καταστήσω υπεύθυνη αυτή την καημένη την κοπέλα, για τη συμφωνία που αργεί, για τον Σκουρλέτη που μυξόκλαιει για τη ΔΕΗ, για τον βουλευτή τον Μπαλαούρα που πήρε τρακόσια ευρώ για αποζημίωση και τα έκανε δωρεά, για την Τερίζα Μέι που δεν φτάνει που τα βρήκε με τον Τραμπ κι αρχίσανε τις αμιτσίτσιες, μας απειλεί κι από πάνω πως αν φύγει θα πάρει μαζί της και την Ιντέλιντζες Σέρβις, για τον Στρατούλη που ξαναπήρε βερίνα τα κανάλια, για τον Τσακαλώτο που διαφωνεί σαν 53 αλλά σαν υπουργός υπογράφει, για τον Κουτσούμπα με το πιστόλι του Μπελογιάννη να μου κραδαίνει στη μούρη τον Εμφύλιο, για όλο το κακό που μας δέρνει, για όλους και για όλα που μου μαυρίζουν τη ζωή.

Αλλά όπως είπα κρατήθηκα και το μόνο που είπα:

–Πάρτε τα πίσω, δεν τα θέλω, να πά’ να τα δώσετε στην οικοδέσποινα να τα φαρμακώσει.

Ποιος ξέρει πώς ήμουνα όταν βγήκα έξω. Αφού το σκυλάκι μόλις με είδε πήγε και κρύφτηκε στα πόδια της κυρίας του, είχε έρθει και μια άλλη φίλη της.

Πριν εξαφανιστώ, την άκουσα να λέει.

–Τα ‘μαθες στο «Sarvivor» οι κοπέλες, τους σταμάτησε λέει η περίοδος. Οπότε εμείς πάλι καλά.

Μπήκα στο ταξί και πήγα στον άνθρωπό μου με άδεια χέρια.